Τρίτη, 28 Απριλίου 2015 16:30

Λ Α Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Α ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ Μέρος Γ΄

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

 

Μέρος Γ΄

 

Τα παρόντα «Λαογραφικά…» είναι συνέχεια των «Λαογραφικών…», των οποίων το Α΄ μέρος έχει δημοσιευθεί στον τόμο ΛΔ΄ (2001-2002), σελ. 261-280 και το Β΄ μέρος στον τόμο ΛΕ΄ (2003-2004), σελ. 307-326, του Αρχείου Ευβοϊκών Μελετών.

Στο Α΄ μέρος είχα αναφερθεί στις Γεωργικές εργασίες του χωριού (Σπορά, μάζεμα της ελιάς, Θέρος, Αλώνισμα και Τρύγος), όπως γίνονταν μέχρι και τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα. Και, στο Β΄ μέρος στον Κύκλο της ζωής (Γέννηση, Γάμος και Θάνατος). Στο Γ΄ μέρος, θα αναφερθώ στις Προλήψεις – Δεισιδαιμονίες, στις Ευτράπελες διηγήσεις, σε κάποιες άλλες μικρές ιστορίες και θα κλείσω με τις Εκκλησίες, τα (Ε)ξωκλήσια και τα Πανηγύρια του χωριού.[1]

   Όπως και στα προηγούμενα μέρη, στα κείμενα που ακολουθούν –εκτός από λαογραφικά- εμπεριέχονται και στοιχεία του γλωσσικού ιδιώματος της περιοχής.

Να σημειωθεί, πως όσα γράμματα είναι μέσα σε παρένθεση προφέρονται πολύ λίγο, μέχρι και καθόλου.       

 

Προλήψεις – Δεισιδαιμονίες

  

Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες είναι δη­μιουργήματα του έμφυτου και ακατανίκητου φόβου του ανθρώπου, απέναντι σε πανίσχυ­ρες και ανεξήγητες δυνάμεις, που κυριαρχούν μέσα του και τον καταδυναστεύουν. Πολλές φορές βρικολακιάζουν μέσα του διάφορες απαρχαιωμένες αντιλήψεις, που ριζώνουν στα εσώψυχά του και τον εξουσιάζουν.

Πρόληψη είναι έμμονη γνώ­μη ή αντίληψη, που σχηματίστηκε, εκ των προ­τέρων, επάνω σε σφα­λερά ή ανεπαρκή δεδομένα, κατά παρέκκλιση από το θρη­σκευτικό συναίσθημα.

           Δεισιδαιμονία είναι και αυτή ένα είδος πρό­ληψης, αλλά με πολύ πιο βλαβερά αποτελέσματα. Συσκοτίζει το νου του ανθρώπου και τον καταδυναστεύει με τρομερούς φόβους για α­νύπαρκτους κινδύνους. Τα φυσικά φαινόμενα (βροντές, αστραπές, σεισμοί), καθώς και αυτά που ανεξήγητα συμβαίνουν στον ορ­γανισμό του (όνειρα, αρρώστιες, θάνατος κ.λπ.), γέννησαν στην ψυχή του ανθρώπου τον φόβο για μυ­στηριώδεις δυνάμεις, τους δαίμονες, τα καλά και κακά πνεύματα, που προκαλούν το καλό, αλλά κυρίως το κακό.

Ο άνθρω­πος, περισσότερο ο απλοϊκός, μη μπορώντας να αμυνθεί, υπέκυψε σ’ αυτές τις δυνάμεις και από ανάγκη προσπάθησε να τις εξευμενίσει, να τις καλοπιάσει. Πολλές φορές οι άνθρω­ποι υποπτεύονται, πως οι υπερφυσικές αυτές δυνάμεις προσκλήθηκαν και κινήθηκαν εναν­τίον τους, από κάποιο άλλο άτομο, με μάγια.

          Μερικές από τις προλήψεις είναι πληροφορια­κές, θα έλεγα συμβουλευτικές. Όταν π.χ. μπου­σουλάει το παιδί και το ρωτήσεις: «πας ή έρ­χεσαι;» και σου πει «έρχομαι», λένε πως θα έρθει μου­σαφίρης. Έτσι μας συμβουλεύουν να συμμαζέψουμε το σπίτι (αφού κάποιος θα έρθει). Άλλες είναι προτρεπτικές. Μας παρα­κινούν να κάνουμε κάτι. Λένε π.χ. πως, όταν πηγαίνεις για προξενιό, «για να στρέξει», για να στέρξει, για να πετύχει, πρέπει να φορέσεις ανάποδα ένα από τα ρούχα σου. Αν και αυτό, καλύτερα θα ήταν, λένε, να είχε συμβεί από μόνο του, κατά λάθος.

Άλλες πάλι, που είναι και οι περισσότερες, είναι αποτρεπτικές. Μας λέ­νε δηλαδή να αποφύγουμε να κάνουμε κάτι: «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κό­ψεις, την Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις…». Όλες, όμως, σχεδόν οι προλή­ψεις έχουν σκοπό να προλάβουν και να απο­τρέψουν από κάτι δυσάρεστο, από κάτι κακό.

Δεν δίνεται όμως πάντοτε καθαρή απάντηση για το τι θα πάθει το άτομο, που δεν θα υπακούσει στη συμβουλή. Λένε π.χ. μη δίνεις, όταν νυχτώσει, ορισμένα αντικείμενα.

Και ό­ταν ρωτήσεις: «γιατί;», θα σου πουν: «έτσι», «γιατί δεν κάνει», «είναι γρουσουζιά», «θα πάθεις κακό», ή «δεν θα σου πάει καλά η μέρα» και άλλα τέτοια.

           Φαίνεται, πως η αρχή έγινε από κάποιο τυχαίο γεγονός, από μια σύμπτω­ση. Είπε κάποιος, πως τη μέρα που είδε πρωί- πρωί παπά μπροστά του, δεν του πήγε κα­λά η μέρα, ή όταν άρχισε μια δουλειά στις 13 του μήνα, του πήγαν όλα από το κακό στο χει­ρότερο.  

Αργότερα, συμπτωματικά και κάποιοι άλλοι, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, θα είχαν παρόμοιες ατυχίες.

Έτσι μεταδόθηκε από τον ένα στον άλλο, μαθεύτηκε και έγινε πιστευτό, πως σε όλους έτσι θα συμβαίνει πάντα. Δεν σκέ­φτηκαν όμως σε πόσους από αυτούς, πόσες άλ­λες φορές, η μέρα ή η δουλειά που άρχισαν, τους πήγε στραβά και ανάποδα χωρίς να συ­ναντήσουν πρωί - πρωί παπά, ή αν ο μήνας δεν είχε 13...

           Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμο­νίες είναι κυρίως προχριστιανικά λείψανα και παρ’ όλες τις προσπάθειες της χριστιανικής θρησκείας να τις ξεριζώσει, δεν έγινε δυνατό και συνεχίζονται ακόμα, όπως και ο φόβος απ’ τον οποίο προκλήθηκαν. Εκτός όμως απ’ τον φόβο, πρέπει να έχουν συντελέσει και άλλοι παράγοντες.

Η ανθρώ­πινη αδυναμία, η ευπιστία, το χαμηλό πνευ­ματικό και διανοητικό επίπεδο και ίσως, σε ο­ρισμένες περιπτώσεις, ένα ρόλο να έπαιξε η υποβολή και η αυθυποβολή. Ο άνθρωπος έτσι μοιρολατρικά υποτάχτηκε σ’ αυτές τις δυνά­μεις και, για να απαλλαγεί από τις σκέψεις που τον βασάνιζαν, προσπάθησε να τις εξευμενί­σει με γοητείες (γητειές, γητέματα) και άλλες μαγικές πράξεις. Γι’ αυτό, πολλές φορές, πολ­λοί απευθύνονται στους «έξυπνους» που... έ­χουν τον τρόπο να τις πλησιάζουν και να τις αποτρέπουν, εξορκίζοντάς τες ή να τις υπο­τάσσουν καλοπιάνοντάς τες.

Έτσι δημιουργή­θηκαν, σιγά-σιγά, ένα σωρό παραεπαγγέλματα. Στρατιές από αστρολόγους, μάγισσες, κα­φετζούδες, σπλαγχνοσκόπους και δεν ξέρω τι άλλους. Μια Λερναία Ύδρα, με πολλά κεφά­λια, που ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα τον άνθρωπο.

Ας έρθουμε όμως στις προλήψεις κ.λπ., που συνηθίζονταν σε τούτο το χωριό, πολλές από τις οποίες, ίσως, είναι ίδιες ή παραπλήσιες και με άλλων περιοχών της πατρίδας μας.

              

Για την πλάτη των ζώων

Όταν ο νοικοκύρης του σπιτιού έσφαζε αρνί ή κατσίκι, μετά το φάγωμα, εξέταζε την πλά­τη του ζώου. Το κόκαλο αυτό έλεγαν ότι «προ έλεγε» για το αν θα υπήρχε υγεία, καλή σοδειά κ.λπ. Αν το ζώο ήταν αγορασμένο, έπρεπε να είχε κοιμηθεί τρία τουλάχιστον βράδια στο σπιτικό τού αγοραστή, διαφορετικά τα μελλούμενα ί­σχυαν για εκείνον που είχε πρώτα το ζώο.

           Συνήθ­ως το Πάσχα που ο κάθε οικογενειάρχης είχε το δικό του σφαχτό, σχεδόν όλοι, ακόμα κι αυτοί που δεν πίστευαν σ’ αυτά, θα ασχο­λούνταν για λίγο και με το «διάβασμα της πλά­της», κατά την ώρα του φαγητού. Και άκουγες να λένε, άλλοι σοβαρά και άλ­λοι μισοσοβαρά-μισοαστεία: «Θα ντου φάμι κι τ’ χρόν(ου) του μανάρ(ι)!». «Κάποιους, απού ούλ’ς μας, δε θα βρίσκετ’ ιδώ του άλλου Πάσχα...». «Στιφάνια (στέφανα) βλέπου, δε θα ντό ’χουμ’ κοντά μας του κουρίτσ(ι) μας τ’ χρόν(ου)», θα έχει παντρευτεί, δηλαδή.

          Αν στο στενό μέρος της πλάτης υπήρχε έ­νας λοβός από σκληρές ίνες κρέατος, λέγανε: «Α! του βλέπου γιουμάτου φέτος το πουγκί, πιδιά!». Αν ο λοβός αυτός δεν υπήρχε, ή αν ήταν πολύ μικρός, η προφητεία ήτανε: «Γυαλί του γρέκ(ι)!...». Δηλαδή, άδεια τα αμπάρια (του σταριού), τα ντεπόζιτα (του λαδιού) και τα βαρέλια (του κρασιού). Φτώχειες...

Για την σπλήνα των ζώων

Την παραμονή των Χριστουγέννων, που ως γνωστό σφάζονταν τα χοιρινά, παρατηρούσαν την θέση που είχε η σπλήνα. Αν το φαρδύ μέρος ήταν προς τα πάνω, προς το κεφάλι του ζώ­ου έλεγαν, πως ο βαρύς χειμώνας πέρα­σε. Αν το φαρδύ ήταν προς τα κάτω, και το στενό προς τα πάνω, τότε η βαρυχειμωνιά ήταν μπροστά...

   Για τα Καρκατζούλια

Ως την παραμονή τών Χριστουγέννων έπρε­πε να είχαν τελειώσει όλα τα πλεχτά που είχαν αρχίσει, όπως και τα μαλλιά που είχαν μπει στη ρόκα για γνέσιμο. Και αυτό για να μην τα έβρισκαν μισοτελειωμένα και τα έπαιρναν ή τα χά­λαγαν τα Παγανά, οι Καλικάντζαροι, τα Καρ­κατζούλια, όπως τα λέμε στο χωριό μας.

           Από την παραμονή των Χριστουγέννων και ώς την παραμονή των Φώτων, δεν έπρεπε να λουστεί κανένας, ούτε και να έβγαινε αργά την νύχτα στους δρόμους, γιατί μπορούσε να πάθαινε κανένα κακό από τα Παγανά.

         Τα Χριστούγεννα έβαζαν μέσα στο επάνω μέρος της καμινάδας του σπιτιού, στα ντεπόζιτα με το λάδι, στο α­λεύρι, στο σφαγμένο χοιρινό, και γενικά σε όλα τα τρόφιμα, κλάρες από σπαραγγιές (που αγ­κυλώνουν), «για να μην πάνι τα Καρκατζού­λια και τα μαγαρίσ(ου)νι». Τούτα τα παράξενα όντα κυ­κλοφορούν μόνο στο σκοτάδι, φοβούνται την φω­τιά και δεν πλησιάζουν όπου υπάρχει φως.

           Το πρωί του Σταυρού, στις 5 του Γενάρη, πριν ακόμα ανάψουν την φωτιά στο τζάκι, άναβαν την «καπνιά» -που είχε μαζευτεί όλο το χρό­νο στα φουγάρα των τζακιών-,    

για να τρομάξουν και να φύγουν τα Καρκατζούλια. Έτσι καθαριζόταν και η καμινάδα...

          Μερικοί την στάχτη από το κάψιμο αυτής της καπνιάς την έριχναν γύρω­-γύρω από το σπίτι τους, κοντά στα θεμέλια. Την στάχτη αυτή την έριχναν ακόμη και στις ρίζες των δέντρων της αυλής. Φαίνεται, πως αυτό το έκαναν για να στραβώσουν με τη στάχτη τα Καρκατζούλια. Υπάρχει, μάλιστα, και σχετική βρισιά-κατάρα, που λέει: «Στάχτ(η) στα μάτια σ(ου)!»,δη­λαδή, να στραβωθείς.

Πρωτοχρονιάτικα

Τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, όποιος πήγαινε πρώτος στο σπίτι να «καλημερίσει, λέγανε ότι «έκα­νι πουδαρ(ι)κό» για τον καινούργιο χρόνο και τον φίλευαν με διάφορα δώρα, αλλά και με χρή­ματα. Συνήθως όμως η νοικοκυρά του σπιτιού, από την παραμονή κιόλας, είχε προσκαλέσει να έρθει στο σπίτι της, πρωί-πρωί, πριν έρθει κάποιος άλλος, ένα παιδί (ή και μεγαλύτερος, καμιά φο­ρά), που ήξερε, από τις προηγούμενες χρονιές, ότι είχε καλό ποδαρικό.

         Μερικές φορές, αν κάποιος, κατά την διάρκεια του χρόνου, είχε πολλές αναποδιές, τον ρωτούσαν: «Πγοιος σι καλ(η)μέρ(ι)σι φέτους τ’ μΠρουτουχρονιά;».

       Την Πρωτοχρονιά το τραπέζι με τα φαγητά δεν το σήκωναν, το άφηναν στρωμένο όλη την μέρα. Αυτό ίσχυε περισσότερο γι’ αυτούς που είχαν μελίσσια, γιατί -άμα σήκωναν το τραπέζι με τα φαγητά και τα γλυκά, αυτήν τη μέ­ρα- θα έφευγαν οι μέλισ­σες και γενικά τα μελίσσια από τις κυψέλες τους.

          Την Πρώτη μέρα του χρόνου, επίσης, δεν σκούπιζαν το σπίτι.

Αν την Πρωτοχρονιά φύσαγε νοτιάς, τότε οι γεωργοί θα είχανε καλή σοδειά. Το ίδιο και τα γιδοπρόβατα και τα μελίσσια θα πήγαιναν καλά. Αν, όμως, το έπαιρνε γαρμπής (δυτικός, νο­τιοδυτικός άνεμος), αυτός που έρχεται από το μέρος της Χαλκίδας, τότε θα είχανε φτώχειες!... Γι’ αυτό τον γαρμπή τον έλεγαν και «ψωμοζήτ(η)».

Καθαροδευτεριάτικο

Την Καθαρή Δευτέρα, όποιος νέος ή νέα ήθε­λε να μάθει ποια ή ποιον θα παντρευόταν,  

έπρεπε να φτιάξει ένα μεγάλο κουλούρι, στο οποίο έβαζαν μέσα και μπόλικο αλάτι, γι’            

αυτό και το έλεγαν αρμυροκού­λουρο. Στη συνέχεια το έτρωγαν και όλη την μέρα δεν έπιναν καθόλου νερό.

         Έπειτα απ’ αυτό, την νύχτα όποιον έβλεπαν στον ύπνο τους να τους δίνει νερό, να            

ξεδιψάσουν, αυτόν και θα παντρεύονταν ή κάποιον που θα έφερε το όνομά του!!

Αν πάλι δεν πήγαινε κανένας να τους ξεδιψάσει, θα επαναλάμβαναν το ίδιο την άλλη Καθαρή Δευτέρα!...

            

Πρωταπριλιάτικο

Την Πρωταπριλιά όλοι και όλες έλεγαν διάφορα αθώα ψέματα. Έπρεπε, όμως, να προσέχουν όχι μόνο να μην «ξεγελαστούν», γιατί το είχαν σε κακό, αλλά να προσπαθήσουν να «ξεγελάσουν» εκείνοι κάποιον, γιατί το θε­ωρούσαν γούρι…

         Πολλοί πιστεύω, πως αυτά τα μικρο-ψέματα τα έλεγαν μόνο για να διασκεδάσουν.

Για το «Ρούμπωμα» και το «Κούμπωμα»[2]

Την αρχή της Άνοιξης, πριν βγει κανείς από το σπίτι του, έπρεπε να έχει βάλει κάτι στο στόμα του, έστω και μια μπουκιά ψωμί ή λίγο νερό, για να μην τον «ρουμπώσουν» τα διάφορα πουλιά του ουρανού, όπως το τρυγόνι, ο κούκος, το αηδόνι, το χελιδόνι κ.λπ.

           Αυτό δεν ίσχυε για τα πουλιά που ήσαν κοντά τους και τα έβλεπαν συνέχεια όλο το χρόνο, όπως οι καρακάξες, τα σπουργίτια, οι κουρούνες κ.λπ. Έτσι, βγαίνοντας από το σπίτι τους, αν άκουγαν ή έβλεπαν ένα από τα παραπάνω πουλιά έλεγαν τρεις φορές: «Σι ρούμπουσα σι κούμπουσα, σαΐτα στο λαιμό σου». Το «ρούμπωμα» αρκούσε να γίνει μόνο μια φορά, για κάθε πουλί. Το ίδιο βέβαια επαναλαμβανόταν κάθε Άνοιξη.      

        Ειδικά, για το «ρούμπωμα» και «κούμπωμα» του γαϊδάρου έπρεπε να γίνει μόνο την Πρωτομαγιά, και το πρωί, αντί για ψωμί, έπρεπε να φάνε λίγο σκόρ­δο.       

       Τώρα, αν ρωτούσε κανείς, γιατί για τον συμπαθητικό κύρ’ «μέντιο» γινόταν αυτή η εξαίρεση, όπως και για άλλα πολλά, απάντηση δεν έπαιρνε… Για να βρεθεί κάποια άκρη, στην αιτιολογία αυτών των γιατί, πρέπει κανείς να τρέξει πολύ πίσω, στα βάθη των αιώνων...    

       Να προσθέσω πως, όταν ήμουν εγώ μικρός, όλα τα παιδιά προσπαθούσαμε να «ρουμπώνουμε» και να «κουμπώνουμε»… τα διάφορα ζώα και πουλιά, γιατί αν μας «ρούμπωναν» εκείνα αισθανόμασταν πολύ άσχημα…

        Πριν κλείσω να πω, πως στο «Θεολόγο» είχαμε και άλλο ένα ρούμπωμα».

Κάθε χρόνο, όταν πρωτοδοκιμάζαμε ένα φρούτο (σταφύλι, σύκο, αχλάδι κ.λπ.), έστω και μισοάγουρο, καμιά φορά, λέγαμε: «Ρόμπος-κόμπος». Αν ρωτούσαν κάποιον: «Ρούμπουσις[3] χλουρά ριβίθια;». Η απάντηση (μπορεί να ήταν); «Ριβίθγια ρούμπουσα, σύκου κι σταφύλ(ι) δε ρούμπουσα ακόμα!».     

 

Της Ανάληψης (ή του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα;)[4]

Λέγανε πως, ανήμερα της Ανάληψης, όποιος το­ποθετούσε έναν καθρέφτη πάνω από ένα πηγάδι με νερό και κοίταζε μέσα στον καθρέφτη, θα έβλεπε να περνούν –από εκεί- τα προσφιλή του πρόσωπα, που βρίσκονταν στον άλλον κόσμο…

 

Πρωτομηνιάτικα

Πρωτομηνιά δεν δάνειζαν χρήματα, αλλά και να χρωστούσαν, ακόμα, δεν τα επέστρεφαν, για να μη δίνουν όλον τον μήνα. Ακόμα, την πρωτομηνιά, πολύ πιο παλιά, πριν κάνουν οποιαδήποτε δουλειά, έπιαναν πρώτα λίγο αλάτι. Κυρίως, πριν πιάσουν βελόνα, γιατί, λέγανε, θα έβγαζαν σπυριά στα χέρια.

 

Για το ψωμί

Πίστευαν ότι το ψωμί και το αλάτι ήσαν σύμβολα δεσμού και φιλίας, γι’ αυτό και όταν ήθελαν να πουν πως κάποιος ήταν φίλος τους καλός, λέγανε: «Έχουμι φάει ψουμί κι αλάτ(ι) μαζί!».

Ποτέ δεν πετάγανε ψωμί στα σκουπίδια, γιατί ήταν μεγάλη αμαρτία. Γι’ αυτό και όταν τους έπεφτε ένα κομματάκι κάτω, το ξεσκόνιζαν, το φιλούσανε, το ακουμπούσαν ελαφρά στο μέτωπό τους και μετά το τρώγανε.

           Δεν άφηναν μισοφαγωμένη την φέτα τού ψωμιού τους, γιατί θα έχαναν τη δύναμή τους, ούτε την έδιναν να τη φάει άλλος, γιατί θα τους έπαιρνε τη δύναμη.

          Όταν κανένας ξεχνούσε ένα μέρος από τη φέτα του ψω­μιού του, την ώρα που έτρωγε, και έπαιρνε άλλο κομμάτι, κάποιος δικός του, που δεν βρισκόταν στο σπίτι εκείνη την ώρα, έλεγαν πως, θα πείναγε…

Για τη φωτιά

Δεν έπρεπε να κατουράνε μέσα στο δρόμο, λέγανε -και αυτό αφορούσε περισσότερο τα παιδιά-, γιατί θα τα κάπνιζε η φωτιά, όταν θα κάθονταν κοντά της να ζεσταθούν.

Η φωτιά θα κάπνιζε κι εκείνους που την φασκέ­λωναν, που την μούντζωναν.

         Τα πιο παλιά χρόνια, που τα σπίρτα ήσαν είδος πολυτέλειας -για να μην τα χαλάνε-, πολλές φορές, πήγαιναν σε γειτονικά σπίτια και έπαιρναν ένα δαυλί, ένα ξύλο αναμμένο για ν’ ανάψουν φωτιά. Όμως, από σπίτι που είχε νεογέννητο και δεν είχε σα­ραντίσει ακόμα η λεχώνα, δεν έδιναν φωτιά, γιατί το παιδί θα έβγαζε φουσκάλες στο στόμα και δεν θα μπο­ρούσε να θηλάσει…

 

Για τα νύχια

Όταν κόβανε τα νύχια τους, δεν έπρεπε να πέφτουν κάτω, γιατί θα μαλώνανε με όποιον θα τα πάταγε.

           Ήταν γρουσουζιά και θα τους συνέβαινε κάποιο κακό, αν «έτρωγαν», αν μασουλάγανε, τα νύχια τους. Υπάρχει, μάλιστα, και σχετική βλαστήμια-κατάρα, που χρησιμοποιούσαν, κάποιες φορές: «Ε!... π’ να φας τα νύχια σ’! -ή- τα νυχουπόδαρά σ’!».

Τετάρτη και Παρασκευή δεν έκο­βαν τα νύχια τους, ούτε λούζονταν την Κυ­ριακή, γιατί πίστευαν πως κάτι θα πάθουν. Λέγανε και τούτη τη φράση-πρόληψη: «Τιτάρτ(η) κι Παρασκιυή, τα νύ­χια σ(ου) μη γκόψεις, την Κυριακή να μη λου­στείς, αν θέλεις να προυκόψεις».

 

Για το φιδάλωμα

Πολλές φορές, όταν βρίσκαμε μέσα στα χορτάρια κανένα φιδάλωμα[5], παίρναμε ένα μέρος απ’ αυτό και το είχαμε συνέχεια επάνω μας. Το κρατούσαμε στην τσέπη μας σαν φυλαχτό, αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί μας έλεγαν πως: «όπγοιους έχ(ει) πάνου τ’ φδάλουμα, δε ντου μπράζνι τα φίδγια». Ακόμα, όποιος είχε πάνω του φιδάλωμα λέγανε, πως δεν θα τον πονούσε η μέ­ση του.

Για τα νυχτέρια

Οι γυναίκες του χωριού μας, τις ατέλειωτες νύχτες του Χειμώνα, κοντά στο τζάκι, όπως και τα καλοκαιριάτικα βράδια, στις αυλές των σπιτιών τους, μαζεύονταν και προσπαθούσαν να τελειώσουν πολλές από τις δουλειές τους, που δεν προλάβαιναν τις ώρες της μέρας…

Έγνεθαν, έπλεκαν, μπάλωναν τα ρούχα τους, καμιά φορά κένταγαν κιόλας μέχρι αργά την νύχτα. Αυτά ήσαν τα λεγόμενα νυχτέρια. Και την άλλη μέρα βέβαια πάλι, πρωί - πρωί, απ’ τα χαράμα­τα στο πόδι. Όμως, την Τρίτη το βράδυ που ξημέρωνε Τετάρτη, όπως και την Πέμπτη το βράδυ που ξημέρωνε Παρα­σκευή μπορεί να έκαναν λίγο παρέα, αλλά δεν έκαναν νυχτέρια, ούτε καμιά άλλη δουλειά.

Διάφορα

- Στις 3 του Φλεβάρη, του Αγίου Συμεών, οι έγκυες γυναίκες δεν έκαναν καμιά δουλειά, για να μη γίνουν τα παιδιά τους «σημειωμένα» (να μην γεννηθούν με κάποια αναπηρία).

- Στις 25 του Μάρτη δεν βοτάνιζαν, ούτε έβγαζαν χορτάρι από τα περιβόλια και τα χωράφια τους, γιατί εκεί θα έβγαιναν φίδια και μπορεί να πήγαιναν και στα σπίτια τους..

- Την πρώτη Πέμπτη μετά το Πάσχα, οι τσο­πάνηδες δεν κούρευαν τα πρόβατά τους, γιατί θα έπεφταν κεραυνοί. Επίσης για τρεις Πέμ­πτες μετά το Πάσχα, δεν έσκαβαν τ’ Αμπέλια και τα περιβόλια τους, ούτε τα σκάλιζαν, ούτε τα βοτάνιζαν, γιατί θα ξεραίνονταν...

     - Για οποιαδήποτε σοβαρή δουλειά (χτίσιμο σπιτιού, αρχή σποράς, θερισμού κ.λπ.)     έλε­γαν: «Σαββάτου μέρα άρχισε, (αλλά) Σαββάτου μη ντιλειώνεις».

   - Όταν φύτευαν κοκκάρι (μικρά κρεμμύδια) και τους έφευγε κανένα «αέριο» λέγανε πως, όταν τα κρεμμύδια μεγαλώσουν, θα καίνε!...

   - Όταν κάποιος πήγαινε σε σπίτι που τρώγανε, έλεγαν πως τον αγαπούσε η πεθερά του. Το αντίθετο συμ­πέραιναν, αν, την ώρα που πήγαινε, τελείω­ναν το φαγητό...

   - Δεν άφηναν να πιουν άλλοι από το ποτήρι που έ­πιναν (νερό, κρασί κ.λπ.), γιατί θα μάθαιναν τα μυστικά τους.

   - Αν έβαζαν, κατά λάθος, στο τραπέζι παραπανίσιο κουτάλι ή πιρούνι, λέγανε πως είναι του Χριστού.

   - Κανένας στο σπίτι και κυρίως τα παιδιά δεν έπρεπε να ψάχνουν τις τσέπες των άλλων, πολύ περισσότερο να παίρνουν χρήματα, γιατί ήταν πολλή μεγάλη γρουσουζιά.

     - Τα ψαλίδια δεν έπρεπε να μένουν ανοιχτά, γιατί θα έμεναν και τα στόματα του κόσμου ανοιχτά και θα τους κουβέντιαζαν, θα τους κουτσομπόλευαν και θα τους γλωσσότρωγαν.

   - Όταν πήγαιναν σε καινούργιο σπίτι, για πρώτη φο­ρά, έπρεπε να μπουν βάζοντας πρώτα το δεξί τους πόδι.

   - Στο σπίτι που θα πήγαιναν, αν είχαν παιδιά της παντρειάς, έπρεπε να μπουν και να βγουν από την ίδια πόρτα, για να μη χαλάσει το προξενιό, που τυχόν γινόταν. Αν το ξεχνούσε κανένας και πήγαινε να βγει από άλλη πόρτα και το θυμόταν, την τελευταία στιγμή, γύριζε πίσω. Αν τα παι­διά δεν ήσαν μεγάλα του λέγανε: «Βγες κι απ’ αυτού, δεν π(ει)ράζ(ει), τα πιδγιά μας είνι μικρά ακόμα».

   - Αν πήγαιναν σε κάποιο σπίτι, για προξενιό, πρό­σεχαν να βάλουν καμιά φανέλα, ή καμιά κάλ­τσα ανάποδα, για να «στρέξει»[6] το προξενιό…

 - Στις 13 του μήνα, όπως και μέρα Τρίτη, δεν ξεκίναγαν για ταξίδι, ούτε άρχι­ζαν καμιά σοβαρή δουλειά, όπως χτίσιμο σπι­τιού κ.λπ. «Η Τρί­τ(η) είνι καλή μέρα –λέγανε-, αλλά έχ(ει) μια κακιά ώρα».

 - Την νύχτα όταν κανείς ήταν άπλυτος, δεν είχε ακόμα νιφτεί δεν έπρεπε να κοιτάξει σε καθρέφτη. Αυτό ίσχυε και όταν υπήρχε νεκρός στο σπίτι, οπότε και σκε­πάζονταν όλοι οι καθρέφτες με μια πετσέτα ή με ένα ύφασμα.

   - Άμα λάλαγε κότα, όπως ο κόκορας, πίστευαν ότι θα συνέβαινε κάποιο κακό στο σπίτι, γι’ αυτό την σφάζανε και μονολογούσαν: «Να!...(σε σφάζω, δηλαδή) για να στρέξ(ει) στου κιφαλάκ(ι) σ(ου)!».

   - Αν οι κότες τίναζαν τα φτερά τους, θα ερχόταν στο σπίτι μουσαφίρης.

   - Όταν η τσιρουστιά (πυροστιά, σιδεροστιά), την ώρα που την έβγα­ζαν απ’ την φωτιά, ήταν γεμάτη από κόκκινες σπίθες, λέγανε πως θα πά­ρουν λεφτά.

- Η τσιρουστιά δεν έπρεπε να τοποθετείται ανάποδα, γιατί ήταν σα να φασκέλωνε τον ουρανό και τον Θεό.

 - Όταν ούρλιαζε σκυλί, ήταν σημάδι κακό, κά­ποιος από το σπίτι θα πέθαινε, γι’ αυτό και το σκοτώ­νανε, «για να φάει του δ(ι)κό τ(ου) κιφάλ(ι)».

 - Άμα τους «έτρωγε» η παλάμη, η χούφτα του δεξιού τους χεριού, θα παίρνανε χρήματα, αν του αριστερού, τότε θα έδιναν χρήματα.

 - Όποιον τον τρώγανε οι πατούσες του (δηλαδή το κάτω μέρος των ποδιών, τα πέλματα) τότε θα έκανε δρόμο.

 - Όποιον τον «έτρωγε» η πλάτη του, θα έτρωγε ξύλο...

 - Αν «χτύπαγε», αν σπάραζε το δεξί τους μά­τι, ήταν σημάδι, πως θα έβλεπαν κάποιον ή θα τους συνέβαινε κάτι καλό, που θα τους ευχαριστούσε. Αν το αριστερό τους μάτι ήταν που σπάραζε τό­τε, θα έβλεπαν κάτι που θα τους δυσαρεστούσε...

- Όταν «κουδούνιζε» το δεξί τους αυτί, θ’ α­κούγανε κάτι ευχάριστο, όταν το αριστερό, κάτι δυσάρεστο.. .

   - Αν την νύχτα, πριν τα μεσάνυχτα, λαλούσαν τα κοκόρια, οι πετεινοί τότε θα «άλλαζε» ο καιρός.

 - Όταν τα πουλιά του ουρανού πετούσαν ψηλά, θα έκανε καλόν καιρό, αν πετούσαν χαμηλά, θα έ­κανε κακοκαιρία.[7]

 - Όταν ένα μικρό παιδί, που είχε αρχίσει να περ­πατάει, μπουσούλαγε, το ρω­τούσαν: «Πας (πηγαίνεις, δηλαδή) ή έρχισι;». Αν έλεγε «έρχομαι», τότε λέγανε πως θα τους ερχόταν μουσαφί­ρης (επισκέπτης) στο σπίτι. Αν το παιδί έλεγε «πάου», πηγαίνω, τότε θα πήγαιναν οι ίδιοι επίσκεψη κάπου και ας μη το είχαν προγραμματίσει...

- Οι νιόπαντροι δεν πήγαιναν σε κηδείες και σε μνημόσυνα, αλλά ούτε και στην εκκλησία την ώρα που στεφανωνόταν νέο ζευγάρι.

   - Οι μικρομάνες, όταν δεν είχαν σαραντίσει ακόμα και δεν είχαν πάρει την ευχή του παπά, δεν πήγαι­ναν στην εκκλησία, ούτε σε κηδείες και γενικά έπρε­πε να αποφεύγουν να βγαίνουν απ’ το σπίτι. Αν όμως υπήρχε ανάγκη να βγουν, έπρεπε να βλέπουν χαμηλά, γιατί «τ’ς λιχώνας η ματιά μπουρεί να ρα(γ)ίσ(ει) και β(ου)νά!».

   - Τα παιδιά δεν έπρεπε να κρατάνε το κεφάλι τους ανά­μεσα στα δυο τους χέρια, γιατί θα πέθαιναν οι γονείς τους.

   - Αν χυνόταν λάδι κάτω, το είχαν για πολύ κακό, ήταν γρουσουζιά. Αν όμως χυνόταν κρασί το εί­χαν για γούρι.

 - Το είχαν για κακό, το θεωρούσαν γρουσουζιά, να περάσει η σκούπα πάνω από τα πόδια τους, την ώρα που σκούπιζε κάποιος.

- Οι μεγάλοι, όταν έστελναν κάπου τα παιδιά και ήθελαν να γυρίσουν γρήγορα, τους έλε­γαν: «Τήρα (= κοίτα, πρόσεξε) φτύνου! Άμα του φτύμα λιώσ(ει) κι δεν έχ(ει)ς γυρίσ(ει), θα γίν(ει)ς χιλώνα!». Αυτό, βέβαια, αυτοί που το λέγανε δεν το πίστευαν, όμως τα παιδιά πήγαιναν και έρχονταν αμέσως…

   - Στο φανελάκι των μικρών παιδιών στερέωναν μια μπλε χάντρα ή άλλα φυλαχτά, «για να μην τα πγιάν(ει) του μάτ(ι)».

     Κι εδώ πρέπει να α­ναφέρω πως, πολλοί πιστεύουν ότι «το μά­τιασμα» δεν είναι πρόληψη, αλλά πως πραγ­ματικά μερικά άτομα έχουν ένα είδος ηλεκτρι­σμού και μπορούν, και χωρίς να το θέλουν, να επενεργούν επάνω σε άλλα άτομα ή και σε ζώα και σε πράγματα, κατά ένα υπερφυσικό τρόπο. Λένε μάλιστα, πως την βασκανία την πιστεύει και η εκκλη­σία. Δεν έχω κάτι ν’ αναφέρω, από δική μου εμπειρία.

       Θα αναφέρω όμως δύο περιστατικά , που έχω α­κούσει. Το ένα από τον πατέρα μου:

Όταν ή­ταν μικρός, γύρω στα δεκάξι του χρόνια και όρ­γωνε στο «Στρογγυλό» χωράφι με ένα βόδι (κάτι πολύ δύσκολο). Κα­τά το απογευματάκι πέρασε από εκεί ο Λάμπρος ο Μπισερδής και τον ρώτησε: «Ούλου αυτό του χουράφ(ι) σήμερα το ’κα­νις, Τάσου;».       Ο πατέρας μου τον βεβαίωσε πως, όντως, όλο το είχε «κάνει» εκείνη την μέρα.

           Στη συνέχεια, ο μπαρμπα-Λάμπρος χαιρέτησε και έφυγε, αφού έριξε μια μα­τιά με θαυμασμό. Όμως, πριν προφτάσει να κα­τηφορίσει προς τον «Μηλώντα», το βόδι έπεσε κά­τω, έβγαλε αφρούς από το στόμα και ψόφησε!…

         Το άλλο το άκουσα από τη μάνα μου και εί­ναι το παρακάτω: Στα πιο παλιά χρόνια, στα χοντρά ξύλινα δοκάρια, που στήριζαν το με­σοπάτωμα, αλλά και την σκεπή, στα πατερά, κάρφωναν μεγάλα καρφιά και εκεί κρεμούσαν τα ρόδια και τα κυδώνια, δεμένα σε πλεξάνες (αρμαθιές).

          Σ’ αυτά τα καρφιά, μια φορά, είχε κρεμάσει η μάνα μου ένα κλωνάρι πορτοκα­λιάς με καμιά δεκαριά μεγάλα πορτοκάλια. Όλα κολλητά το ένα επάνω στο άλλο, σαν ένα είδος πολύσταυρου. Της τα είχε φέρει ο Γιώργης Βρετ­τός (ή Νταλαρούμης) από το Μαλακώντα.

Μια μέρα, λοιπόν, είχε έρθει στο σπίτι μας η θεια-«Βλά­χα». Μόλις μπήκε μέσα, έπεσε το βλέμ­μα της στον «πολύσταυρο» των πορτοκαλιών και τον θαυμασμό της τον εξέφρασε έτσι: «Τήηηραα! (= κοίτα) η Ζουή πουρτουκάαλια!»... Αυτό ήτανε. Αυτοστιγμεί, τακ... τακ... τακ... όλα τα πορτοκάλια έπεσαν στο πάτωμα... Ή­τανε διαβολική σύμπτωση; Τι ήτανε; Και αν δε­χτούμε το «μάτι», ματιάζονται και τα άψυχα;

Πάντως, όσοι το ήξεραν πως έχουν την δύναμη να «μα­τιάσουν», αλλά και όσοι δεν «μάτιαζαν», για να μην κάνουν κακό, «έφτυναν», έλεγαν: «Φτου!... φτου!...».

Και αν κα­νείς δεν το καταλάβαινε «να φτύσει», του το λέγα­νε οι άλλοι. «Φτύσ’ του πιδί μαρή», άκουγες να λένε, αν καμιά γυναίκα έλεγε με λαχτάρα: «Τί όμουρφου πιδάκ(ι) είνι τούτου!».

- Πολλοί, αν έβλεπαν φίδι να έχει τη φωλιά του στα θεμέλια του σπιτιού τους, δεν το σκότωναν[8], ούτε το κυνηγούσαν, το θεωρούσαν κάτι σαν φύλακα άγγελο του σπιτιού (ο

Οικουρός όφις[9] των αρχαίων ελλήνων).

   - Όποιοι είχαν επάνω τους κόκαλο από νυχτε­ρίδα, πίστευαν πως, δεν θα πάθαιναν κακό και πως, θα ήσαν τυχεροί. Γι’ αυτό και όταν κάποιον τον ευνοούσε πολύ η τύχη, του λέγανε: «Του κουκα­λάκ(ι) τ’ς νυχτιρίδας έχ(ει)ς πάνου σ(ου);»

- Όταν έβλεπαν νυφίτσα (ένα μικρόσωμο ζώο) δεν την χτυπούσαν, γιατί θα πήγαινε στο σπίτι τους και θα τους έσκιζε τα ρούχα και θα τους έπνιγε και τα κλωσ­σόπουλα. Για να την καλοπιάσουν, μάλιστα, και να μην τους κάνει καμιά ζημιά, κάπως τραγουδιστά, της έλεγαν: «Νυφίτσα, νυφίτσα, θα σου φκιάξου μια ρουκίτσα». Λέγανε δε, πως η νυφίτσα ήταν κοπέλα κάποτε και, δεν ξέρω πώς, μεταμορφώθηκε σε ζώο.

- Δεν έπρεπε να τα έδειχνες και με τα δάχτυλά σου, όταν μέτραγες αστέρια, γιατί θα έβγαζες στα χέρια σου κάτι σπυριά με βαθιές ρίζες, που τα λέγανε γκαρδαβίτσες.

- Αν, πάλι, κάποιος είχε βγάλει στα χέρια του γκαρ­δαβίτσες, για να φύγουν, έπρεπε να προσέξει να δει τρία άτομα καβάλα πάνω σ’ ένα ζώο, όπως, μια μάνα με τα δύο μικρά της παιδιά, και κείνη τη στιγμή να έλεγε τρεις φορές: «τρεις καβάλα σ’ ένα ζο (ζώο), γκαρ­δαβίτσα στου γιαλό!».

- Όταν θέριζαν και σηκωνόταν τρελός ανεμοστρό­βιλος, που σήκωνε τις θερισμέ­νες χεράδες με τα στάχυα στον αέρα και -καμιά φορά- δεμάτια ολόκληρα, πίστευαν πως ήσαν ξωτικά, νεράιδες που χόρευαν και για να τις εξευμενίσουν και ν’ απομακρυνθούν τις λέγανε: «Μέλι–γάλα στου γιαλό, μέλι-γάλα στου γιαλό». Έπειτα απ’ αυτά τα λόγια, έφευ­γαν και πήγαιναν και έπεφταν στη θάλασσα…

- Την ώρα που πήγαιναν στη δουλειά τους πρωί-­πρωί, αν έβλεπαν μπροστά τους μαύρη γάτα, να δια­σχίζει το δρόμο τους, πίστευαν πως θα τους πήγαινε η μέρα στραβά...

 - Όταν αποβραδίς, την ώρα που ετοίμαζαν το σιτάρι (τα κόλλυβα), για το μνημόσυνο κάποιου δικού τους, πέταγε μια μύγα ή μια πεταλoυδίτσα, έλεγαν, πως ήταν η ψυχή εκείνου που είχε φύγει για τον άλλο κόσμο.

- Αν η φλόγα, από τα ξύλα της φωτιάς, έβγαζε ένα τραγουδιστό φρρρ... φρρρ, πίστευαν πως κάποιος τους μελέταγε και συζητούσε για τα πρόσω­πα του σπιτιού τους. Τότε για να αποτρέψουν κάποιο ενδεχόμενο κακό λέγανε: «Αν είσι φίλους να χαρείς, αν είσι ’χτρός να σκάσις κι αν εί­σι κακουγείτουνας ανήμερα τ’ Λαμπρή σκόρδου κι κριμμύδ(ι) να φας!». Αν με το τέλος της φράσης αυτής σταματούσε η φλόγα να κάνει φρρρ, τότε υπέθεταν, πως τους κουβέντιαζε κάποιος που ήθελε το κακό τους. Αν δεν σταματούσε και συνέχιζε το φρρρ, τότε ήταν κάποιος δικός τους άνθρωπος ή κάποιος καλός τους φίλος.

- Αν κάποιος έλεγε κάτι άσχημο, δυσάρεστο σε κάποιους άλλους, στ’ αστεία ή στα σοβαρά, για να μην πραγματοποιηθεί αυτό που τους είχε πει, του λέγανε: «Δάκουσι τ’ γλώσσα σ(ου)», ή «Κούφια η ώρα π’ τ’ ακούει!», ή «Κ(ου)νήσ(ου) απ’ τ’ θέση σ(ου)!», ή «Χτύπα ξύλου!», ή «Να φας τη γλώσσα σ(ου)!». Η, περισσότερο οι γυναίκες, έφτυναν τον κόρφο τους τρεις φορές... Πολλές φορές όμως και αυτός που είχε πει κάτι δυσάρεστο, για να επανορθώσει, έλεγε και μόνος του: «Κούφια η ώρα π’ τ’ ακούει», ή «Να χτ(υ)πήσου ξύ­λου...» και χτύπαγε κάτι από ξύλο. Μερικοί για πλάκα –αντί για ξύλο- χτυπούσαν το κεφάλι κάποιου ή και το δικό τους…

- Όταν η γάτα, την ώρα που νιβόταν (γλειφότανε), κοίταζε προς τον νοτιά, λέγανε πως, θα το ‘παιρνε νοτιάς... Αν κοίταζε προς το βοριά, θα φύσαγαν βό­ρειοι άνεμοι κ.τλ.

- Το βράδυ, μετά το φαγητό, δεν τίναζαν το τραπεζομάντιλο με τα ψίχουλα έξω από το σπίτι. Τα μάζευαν και τα έριχναν, την άλλη μέρα το πρωί, στις κότες.

- Μετά την δύση του ήλιου, δεν έβγαζαν έξω από το σπίτι κάποια πράγματα, όπως είναι το προζύμι, η σήτα, το αλεύρι και άλλα.

- Επίσης, της μικρομάνας τα ρούχα, όπως και του μωρoύ, του βρέφους, που τα άπλωναν για να στεγνώσουν, ήταν κακό να ξεχαστούν έξω την νύ­χτα. Έρεπε να μαζεύονται πριν βασιλέψει ο ήλιος.

- Όταν το φεγγάρι ήταν σε όρθια στάση, πί­στευαν, πως θα έκανε καλό καιρό, όταν ήτα­ν σε πλάγια, θα είχαν κακοκαιρία. Γι’ αυτό και λέγανε: «Ουρθό φιγγάρ(ι) καπιτάνιους δίπλα. Δίπλα φιγγάρ(ι), καπιτάνιους ουρθός». Δηλαδή, όταν το φεγγάρι ήτανε όρθιο ο καπε­τάνιος του πλοίου μπορούσε να ήταν ήσυχος και μπορούσε να ξαπλώσει, να πάει να κοιμηθεί. Όταν, όμως, το φεγ­γάρι ήτανε πλαγιαστό, τότε έπρεπε να είναι όρ­θιος στο τιμόνι, γιατί θα ερχόταν φουρτούνα…

- Κάποιες φορές, που το φεγγάρι είχε μικρό κύκλο, λέγανε πως θα χά­λαγε ο καιρός, αν είχε α­λώνι θα σηκωνόταν αέρας. Αν μέσα στο αλώνι υπήρχαν αστέρια, τότε σε δυο-τρεις μέρες θα άλλαζε ο καιρός.

- Αν την ώρα που βασίλευε ο ήλιος ήτανε πολύ κόκ­κινος, θα σηκωνόταν αέρας.

- Δεν έπρεπε να στέκονται μπροστά σε ανοιχτή πόρτα και να κρατάνε, με το ένα χέρι δεξιά και με το άλλο αριστερά την κάσα της πόρτας, γιατί κάποιος θα πέθαινε...

- Επάνω από νεκρό άνθρωπο δεν έπρεπε να περάσει γάτα, γιατί ο πεθαμένος θα βρικολάκιαζε. Γι’ αυτό τις γάτες τις έβγαζαν έξω απ’ το σπίτι, όταν υπήρ­χε νεκρός.

   - Όταν περνούσε κηδεία έξω απ’ το σπίτι τους, έκλειναν τις πόρτες και τα παράθυρα.

   - Εκείνος που πήγαινε το καπάκι από το φέρετρο πεθαμένου στο νεκροταφείο, όπως και ο πα­πάς δεν έπρεπε να κοιτάζουν πίσω, γιατί θα ακολουθούσαν, σύντομα, και άλλοι θάνατοι...

- Το χωρίς ζάχαρη βρασμένο σιτάρι και το λειψό ψωμί, που δίνονται μετά την ταφή, έπρεπε να φαγωθούν στο νεκροταφείο. Δεν έκανε να το πάνε πίσω στο σπίτι.

- Την ώρα που πλένονταν, δεν έδιναν ο ένας στα χέρια του άλλου το σα­πούνι, γιατί θα μάλωναν. Γι’ αυτό το άφηναν κάπου και το έπαιρνε ο άλλος μόνος του.

- Όσα παιδιά είχαν αραιά τα μπροστινά τους δόν­τια έλεγαν, πως θα είναι καλότυχα. Τα δε κορίτσια θα έπαι­ρναν και πλούσιους άντρες.

- Όταν κάποιος, τεντώνοντας τα δάχτυλα των χεριών του, αυτά γύριζαν πολύ προς τα επάνω, γι­νόταν δηλαδή μια ανάποδη καμπύλη της πα­λάμης, έλεγαν πως είναι τσιγκούνης.

- Άμα καθόταν κουκουβάγια κοντά στο σπίτι τους και φώναζε μ’ εκείνο το μονότονο και λυ­πητερό «Koυκ(oυ)βάoυ! κουκ(ου)βάου!», πε­ρίμεναν πως θα πάθουν κάτι κακό (αρρώστια, θάνατο κ.λπ.), γι’ αυτό την έδιωχναν να πάει μακριά.

- Όταν λαλούσε γουρδουλούπα[10] κοντά στο σπίτι τους, το θεωρούσαν κακό προμήνυμα...

- Πίστευαν στην προφητική δύναμη των ο­νείρων. Αν έβλεπαν στον ύπνο τους καθαρό, γάρ­γαρο νερό, το είχαν για καλό. Αν ποτάμι θολό, περίμεναν κάτι κακό να τους συμβεί. Αν έβλεπαν αυγά, θα έκαναν με κάποιον καυγά κ.λπ.

     Πρέπει να πω, πως, και για τα όνειρα, πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν είναι προλήψεις, αφού και η εκκλησία ακόμα τα παραδέχεται. Η Γραφή, μάλιστα, λέει, πως ο Ιωσήφ είδε «κατ’ όναρ», στο όνειρό του δηλαδή, Άγγελο και του είπε να πάρει την Μαρία και το παιδί (τον Χριστό) και να φύγουν στην Αίγυπτο, για να το γλιτώσουν από την θηριω­δία του Ηρώδη!

          Θα κάνω μια παρένθεση, για ν’ αναφέρω ένα όνειρο, όντως σημαδιακό, που είχε δει η γιαγιά μου, η μάνα του πατέ­ρα μου και μας το είχε διηγηθεί ο ίδιος:

     Μια παραμονή των Αγίων Ταξιαρχών -που πιστεύ­ουν πως τα όνειρα «στρέχουν» περισσότερο- εί­δε στον ύπνο της να έρχονται από μακριά τρεις αξιωματικοί, που φορούσαν ολόχρυσες γούνες. Πέρασαν πρώτα από το σπίτι της θεια-Αργύρως της Τσώκαινας και μετά από ένα άλλο σπίτι, που δεν θυμάμαι πιο. Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι της γιαγιάς μου, που έβγαλε και τους κέ­ρασε μέλι. Φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι από την περιποίηση και αμέσως μετά, ο ένας -που κρατούσε ένα βιβλίο- κάτι ψιθύρισε στους άλ­λους δύο και γύρισε από το βιβλίο τρία - τέσσερα φύλλα.

       Το πρωί είπε το όνειρο στη μάνα της (στην προγιαγιά μου δη­λαδή) και εκείνη τη «ζώσανε τα φίδια». Ο Γιώργης -της είπε- φοβάμαι πως θα πεθάνει πολύ γρήγορα και πως οι αξιωματικοί ήσαν οι αρ­χάγγελοι και το μέλι, που τους έδωσες, θα γί­νει φαρμάκι για μας… Έτσι είχε εξηγήσει, η προγιαγιά μου, εκείνο το όνειρο και δεν είχε πέσει έξω.

        Έπειτα από λίγες μέ­ρες πέθανε ένα κοριτσάκι, που είχε η θεια ­Τσώκαινα και λίγο αργότερα, ένα άτομο από το δεύτερο σπίτι, που είχαν περάσει, πριν πάνε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ύστερα από τρεις ή τέσσερις μή­νες (όσα φύλλα είχαν γυρίσει από το βιβλίο τους οι αξιωματικοί) πέθανε και ο παππούς μου -ο οποίος ήταν μό­νο 28 χρονών- και δεν ήταν άρρωστος!

 Αλλά, ας έρθουμε πάλι στο θέμα μας.

- Τα παιδιά δεν έπρεπε να τρώνε το μυαλό από τα κεφαλάκια των αρνιών και των κατσικιών, γιατί -όπως έλεγαν- «δεν έβαζαν μυαλό!». Ούτε την γλώσσα έπρεπε να τρώνε, γιατί θα «έβγαζαν» γλώσσα, θ’ αντιμίλαγαν δηλαδή και θα λέγανε περισσότερα από όσα πρέπει…

- Δίσεκτο χρόνο δεν παντρεύονταν, αλλά ούτε και τον Μάη. Αυτόν τον μήνα –έλεγαν-

παντρεύονται μόνο οι βασιλιάδες και τα γαϊδούρια...

- Ακόμα, πίστευαν πως, αν κάποιοι -και κυρίως οι γο­νείς τους- τους καταραστούν, δε θα πρόκοβαν στη ζωή τους.

- Αν κάποιος έβγαζε στο βλέφαρο του ματιού του κριθαράκι (χαλάζιο), πίστευαν πως, για να εξαφανιστεί, έπρεπε να το φασκελώσει, να το μουντζώσει, ένα πρωτότοκο παιδί, αλλά να ήτ­αν άπλυτο, να μην είχε νιφτεί ακόμα- και να έλεγε: «Αμ στάρ(ι), αμ κριθάρ’, του μαύρου βόιδ(ι) να σι φάει κι του βρακλό (παρδαλό) να σι πατάει, χαμ, χαμ, χαμ».

- Άμα ρωτούσαν κάποιον πόσα ζωντανά (γί­δια, πρόβατα κ.λπ) είχε, δεν έλεγε την αλήθεια. Λέγανε πάντα λιγότερα, απ’ όσα είχανε. Αυτό περισσότε­ρο ίσχυε για τους μελισσοκόμους και τούτο γιατί πίστευαν πως, αν έλεγαν την αλήθεια, θα εξαφανίζονταν τα μελίσσια τους. Αυτός που ρωτούσε, πάν­τως, -ότι και να του έλεγαν- έπρεπε να τους ευχηθεί, να τους πει: «να τα χ(ι)λιάσιτι».

- Αν ένα ζευγάρι είχε αποφασίσει να βαφτίσει το παιδί του με «πέταμα», να το τοποθετήσει, δηλαδή, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία, και είχε διαρρεύ­σει το μυστικό, αυτοί που το ήξεραν δεν έπρεπε να το πάρουν το παιδί, γιατί θα πέθαινε.

- Τα ξύλα που έβαζαν στη φω­τιά, έπρεπε να τα τοποθετούν έτσι, ώστε να καίγεται πρώτα η χοντρή τους άκρη, όχι ανά­ποδα, γιατί θα τους έρχονταν όλα ανάποδα.

- Όταν τα ξύλα που έβαζαν στη φωτιά να καούν τρί­ζανε, έλεγαν: «Αρνιά - κατσίκια, αρνιά - κατσί­κια», για να γεννηθούν πολλά αρνιά και κατσίκια στη στάνη τους.

- Άμα έλεγαν κάτι και μετά φτερνίζονταν, ήταν σαν να επιβεβαιωνόταν εκείνο που είχαν πει πριν φτερνιστούν. Και αμέσως συμπλήρωναν: «Κι αλήθεια λέου».

- Αν πριν φτερνιστούν δεν είχανε πει κάτι, πίστευαν, πως κάποιος τους είχε θυμηθεί. Και ζητούσαν να τους πουν στην τύχη έναν αριθμό. Αν π.χ. τους έλεγαν 112, τότε, επειδή 1 + 1 +2=4=Δ (το τέταρτο γράμμα του αλφάβητου) υπόθεταν πως τους είχε θυμηθεί κάποιος που το όνομά του άρχιζε από δέλτα (Δη­μήτρης, Διονύσης κ.λπ.).

- Όταν δύο άνθρωποι –κυρίως παιδιά- άρχιζαν να μιλούν ταυτό­χρονα και έλεγαν συμπτωματικά το ίδιο πράγμα, δηλαδή είχαν την ίδια σκέψη στο μυαλό τους, έπιαναν κάτι που να είχε κόκκινο χρώμα. «Πγιάσι κόκκινου», λέγανε, γιατί διαφορετικά, πίστευαν, πως θα μάλωναν. Στη συνέχεια, έβαζαν στο νου τους κάτι, που ήθελαν πολύ να πραγματοποιηθεί, και μετράγα­νε έως το τρία. Ταυτόχρονα μετά λέγανε μια από τις λέξεις φλικ ή φλοκ. Αν πρόφεραν και τα δύο την ίδια λέξη (φλικ ή φλοκ), πίστευαν ότι, θα γινόταν αυτό που είχαν βά­λει στο νου τους. Αν το ένα έλεγε φλικ και το άλλο φλοκ, δεν θα γινόταν αυτό που τόσο πολύ ήθελαν…

- Αν κάποιος στραβοκατάπινε -ή από άλλη αι­τία έβηχε συνέχεια- πίστευαν, πως κάποιος τον «γλωσσότρωγε» και λέγανε: «μι γλουσσουφάγανι, π’ να φάνι του μπισ(ι)νό τ’ς».

- Αν πάλι του έλεγε κάποιος άλ­λος: «σι γλουσσουφάγανι», έλεγε: «Ναι, π’ να τ’ς φάει η πανούκλα».

- Αν κάποιου, που μέ­χρι εκείνη την μέρα του είχαν πάει όλα βολι­κά, ξαφνικά του έρχονταν μερικές αναποδιές και του έλαγαν πως: «Σι ματιάσαν(ι)», εκείνος απαντούσε: «Ναι, π’ να ν’τζ (=τους) βγούν’ τα μάτγια κι να μη μι βλέπ’νι».

- Οι νέοι και κυρίως τα κορίτσια, έπαιρναν από τα κουφέτα, που είχαν μπει στην τσέπη του γαμπρού, πριν ξεκινήσει για την στέψη, και το βράδυ τα έβαζαν κάτω από το προσκέφαλό τους, για να δουν, στον ύπνο τους, ποιον θα παντρεύονταν.

   - Επίσης, τα κορίτσια, προτού ξεκινήσει η νύ­φη για την στέψη, έγραφαν κάτω από τα πα­πούτσια της τα ονόματά τους. Αργότερα, όταν τα έβγαζε, όποιων κοριτσιών τα ονόματα είχαν σβηστεί, αυτά θα παντρεύονταν σύντομα, ίσως και μέσα στο χρόνο.

- Αν κάποιος είχε ντυθεί και υπήρχε ανάγκη να ρά­ψουν επάνω του ένα κομμένο κουμπί, ή ένα μικρό ξήλωμα, τότε έπρεπε, όση ώρα θα κρατούσε αυτή η διαδικασία, να δάγκωνε το γιακά απ’ το που­κάμισό του!

-Αν κάποιος σου χάριζε σκύλο ή γάτα έπρεπε να του δώσεις –σαν αντίδωρο- κάτι, έστω και μία δεκάρα, γιατί διαφορετικά θα μαλώνατε και θα τρωγόσαστε σαν τη γάτα με το σκύλο.  

     Το κάρφωμα του διαβόλου - Μια πρόληψη αλλιώτικη απ’ τις άλλες…

   Όταν ήμασταν παιδιά, αν καμιά φορά χάναμε κάτι από τα πράγματά μας, ένα μολύβι, μια γομολάστιχα, καμιά δραχμή ή κάτι άλλο, πιστεύαμε πως μας το είχε κρύ­ψει -για να μας στενοχωρήσει και να μας βα­σανίσει- ο «εξαποδός», ο σατανάς... Να τον παρακαλέσου­με, βέβαια, να μας το φανερώσει, δεν γινόταν λόγος, θα ήταν άλλωστε και ανώφελο.

           Έτσι προσπαθούσαμε να τον φοβίσουμε και να τον εξαναγκάσουμε να μας φανερώσει το χαμένο μας αντικείμενο με τον εξής τρόπο. Αφού πρώτα εξαντλούσαμε κάθε προσπάθειά μας στο ψάξιμο και δεν το βρίσκαμε, παίρναμε ένα μικρό ξύλο, κάπως μυτερό από την μία μεριά και με μια πέτρα το χτυπούσαμε να καρφω­θεί όλο μέσα στη γη. Την ώρα όμως που ο «απωλέσας» το αντικείμενο κάρφωνε το ξύλο, τα άλλα παιδιά τον ρωτούσαν: «Τι κάν(ει)ς ικεί;». -«Καρφώνου ένα διάουλου», απαντούσε το παιδί, που κάρφωνε το ξύλο. -« Γιατί, τι έχασις;», το ξαναρωτούσαν. Τότε εκείνο ανέφερε το πράγμα που είχε χάσει. -«Άμα του βρεις;», συνέχιζαν να ρωτούν τα άλλα παιδιά.              -«Θα τουν ξικαρφώσου». -«Άμα δεν τουνι βρεις;». -«Θα τουν αφήσου ικει να σκάσ(ει)!»…

Τα τελευταία αυτά λόγια το παιδί τα έλεγε με κάποιο πάθος, με πείσμα και χτυπούσε το ξύλο, να μπει όσο μπορούσε πιο βαθιά στη γη, βά­ζοντας και την πέτρα από επάνω του.

          Στη συ­νέχεια, έπειτα από ένα άλλο προσεκτικότερο ψάξιμο, συνήθως, βρισκόταν το χαμένο αντικείμενο και με χαρές και πανηγύρια ακολουθούσε το ξεκάρφωμα του «δαίμονα». Αν όμως, παρ’ ελπίδα, οι προσπάθειές μας έμεναν άκαρπες και δεν βρίσκαμε αυτό που είχαμε χάσει, τότε βγάζαμε το άχτι μας, αφήνοντας το διάβολο καρφωμένο εκεί, για να σκάσει, μέσα στη γη…

          Να προστεθεί εδώ πως, αν το παιδί που είχε χάσει κάτι ήταν μόνο του, ο διάλογος γινόταν από το ίδιο, μονολογώντας τις ερωταπαντή­σεις.

Δεν ξέρω κατά πόσο στ’ αλήθεια πίστευαν όλα τα παιδιά αυτήν την πρόληψη.

Θυμάμαι όμως, πως όλη αυτή η ιστορία ήταν μια συνήθεια που μας άρεσε. Θα έλεγα, πως ήταν ένα είδος παιχνιδιού, που τις περισσότερες φορές είχε και καλό τέλος.

          Πριν κλείσω πρέπει να πω, πως όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και πιο λίγο γίνονται πιστευτές οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες. Κάποιες πάλι απ’ αυτές, πιστεύω πως πρέπει μάλλον να τις κατατάξουμε στα ήθη και έθιμα.

 

ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ – ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 

    Η λέξη «ευτράπελος» σημαίνει εύστροφος, ευμετάβλητος, χαριτολόγος, αστείος,         

ακόμα και βωμολόχος, κάτι που τρέπεται προς το ελαφρό και το αστείο.  

           Ευτράπελες διηγήσεις είναι και τα λεγόμενα ανέκδοτα, όπως και τα περιπαιχτικά αστεία, που σατιρίζουν διάφορους τύπους και διάφορες καταστάσεις, με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο στους παρευρισκόμενους και να περάσουν ευχάριστα…

           Έτσι, σατιρίζονται αταίριαστα ζευγάρια, τσιγκούνηδες και άλλοι ιδιόρρυθμοι τύποι ή κάποιοι που έχουν μια ατέλεια, ένα κουσούρι κ.λπ.

           Αλλά, ας παρακολουθήσουμε κάποια απ’ αυτά τα ευτράπελα, όπως και κάποιες άλλες ιστορίες, που ακούστηκαν στο «Θεολόγο».

Ο ράφτης

 

Τα παλιά τα χρόνια πολλοί επαγγελματίες, επειδή δεν είχαν πολλές δουλειές, για να βγάλουν το ψωμί τους, αναγκάζονταν και πήγαιναν να εργαστούν και έξω από το σπίτι τους. Καμιά φορά και σε άλλα χωριά. Τέτοια επαγγέλματα ήσαν: του ράφτη, της μοδίστρας, του σαμαρά, του καρεκλά, του γανωματή κ.λπ.

Κάποτε, λοιπόν, ένας ράφτης πήρε τα ψαλίδια και τα άλλα σύνεργα της τέχνης του, καβαλίκεψε το γαϊδουράκι του και ξεκίνησε για μια ολιγοήμερη περιοδεία στα ορεινά χωριά τής κεντρικής Εύβοιας. Μαζί του είχε πάρει και δύο νέα παιδιά, δύο καλφόπουλα[11], για να τον βοηθάνε στα πιο εύκολα σημεία της δουλειάς του και να μην χασομεράει εκείνος.

Μια μέρα ο ράφτης βρέθηκε στο φτωχικό ενός τσοπάνη, που τον έλεγαν Αντώνη. Τον γνώριζε από παλιά, γιατί είχε πάει ξανά και του είχε ράψει και άλλες φορεσιές. Όμως, η ώρα πέρναγε, κόντευε να βραδιάσει, και η δουλειά δεν προχώραγε. Και ο ίδιος είχε κουραστεί, αλλά και τα παιδιά, πολύ περισσότερο, είχαν τεμπελιάσει…

Ξέχασα να πω, πως εκείνο το βράδυ έπρεπε να φύγουν και για το χωριό τους και κινδύνευαν να τους πάρει η νύχτα. Δείτε λοιπόν τι σκαρφίστηκε ο πονηρός ο ράφτης, για να τελειώσουν γρηγορότερα, αλλά ν’ ακούσει και ο τσοπάνος πως του έκαναν καλή δουλειά, ώστε να τον πληρώσει καλά, χωρίς να του κάνει παζάρια…

          Απευθυνόμενος λοιπόν προς τα παιδιά, τους λέει: «Άιντι πιδιά, πάρτι τα χέργια σας να τιλειώνουμι. Κι θέλου καλή δ(ου)λειά, ρούπ(ι)[12] κι βιλουνιά, παστρικά κι γλήγουρα, σα μπέρα δίπλα του βιλόνι, τουν έχου φίλου τουν Αντών(η)».      

          Έτσι, τέλειωσαν γρήγορα-γρήγορα, ο Αντώνης πλήρωσε με το πάρα πάνω τον ράφτη, φίλεψε μάλιστα και τα παιδιά με μυζήθρες και φρέσκο τυρί και φύγανε όλοι χαρούμενοι!

*

Πριν κλείσω, θ’ αναφέρω και ένα ανέκδοτο που έχει καταγραφεί στο 24ο φύλλο του «Σήμαντρου» και έχει σχέση με τους ραφτάδες. Μας το είχαν θυμίσει ο Βασίλης και η Αγαθή Σιναπίδη,[13] ας το παρακολουθήσουμε:

Μια φορά, ένας νοικοκύρης κάλεσε στο σπίτι του ένα ράφτη, για να του ράψει διάφορα ρούχα (σεγκούνες, πατατούκες κ.λπ.), όπως συνηθιζόταν κείνα τα χρόνια. Του ράφτη όμως του γυάλισε ένα ωραίο καινούριο σκεπάρνι, που ήταν σε μιαν άκρη του χαγιατιού και σε κάποια στιγμή, που δεν τον έβλεπε κανένας, έσκυψε στ’ αφτί του μικρού κάλφα, που είχε μαζί του και του ψιθύρισε: «Προτού φύγουμε, μη ξεχάσεις να βάλεις μέσ’ στη σακούλα κείνο το σκεπάρνι, μου χρειάζεται».

Όταν τέλειωσαν τη δουλειά τους, σε καμιά βδομάδα, κι ήταν έτοιμοι να φύγουν, ο ράφτης την τελευταία στιγμή, μπροστά στους ανθρώπους του σπιτιού, θυμήθηκε το σκεπάρνι και με τον φόβο μήπως το ξέχασε κι ο μικρός, τον ρώτησε, στην συνθηματική γλώσσα των ραφτάδων: «Σκεπανόπαρτο λοιπόν;».

Και ο μικρός του βοηθός –γνώστης κι εκείνος της ‘’αργό’’ των ραφτάδων- μ’ ετοιμότητα και ψυχραιμία του απάντησε: «Ούουου!! Σακουλέντρα από τα χτες!!...», το είχε βάλει δηλαδή στο σακούλι τους από την πρώτη μέρα.

*

Ο «πολυγένης»

Ας παρακολουθήσουμε τώρα, τι λέγανε, για τρεις σπανούς από την Κωνσταντινούπολη και έναν άλλο που καταγόταν από το νησί τής Παναγιάς, από την όμορφη Τήνο:

«Τρεις σπανοί από τη μΠόλη πέντι τρίχις είχαν’ όλοι

κι ένας γερο-Τηνιακός πέντι τρίχις μουναχός!

Βρε! Καλώς του ‘’μπολυγένη’’ κι απού πούθι κατιβαίνει;

Απ’ τη μΠόλη κατιβαίνει κι στη Βινετιά πηγαίνει.

Πάου ν’ αγουράσου χτένια, γιατί μ’ έφαγαν τα γένια!!».

*

Η συγκοπή

Κάποτε, αρκετά χρόνια πριν, σε ένα μαγαζάκι του χωριού μια παρέα τα κουτσο-έπινε.

Φέρε το ένα κατοστάρι φέρε το άλλο η ώρα πέρασε, έφτασαν κιόλας μεσάνυχτα. Τούτη την ώρα του φευγιού, κάποιου του μπήκε στο μυαλό μια παλαβή, τρελή ιδέα και την ξεφούρνισε! Τι σκέφτηκε ο άνθρωπος!

         Ποιος δεν φοβάται, ρώτησε, να πάει τώρα στο νεκροταφείο! Και πρόσθεσε: θα έχει για ρεγάλο και ένα αρνί! –Πάω εγώ, είπε ένα λεβεντόπαιδο και αμέσως σηκώθηκε όρθιο.

-Ναι, αλλά πώς θα ξέρουμε ότι πήγες; Ρώτησε κάποιος. Θ’ αφήσω το μαχαίρι μου, είπε, πάνω σ’ έναν τάφο.

Έφυγε το παλικάρι, αλλά η ώρα περνούσε και δεν φαινόταν πουθενά… Αφού περίμεναν λίγο ακόμα, αποφάσισαν να πάνε όλοι στο νεκροταφείο να δουν. Πήγαν και αυτό που είδαν ήταν φρικτό! Ο νέος ήταν πεσμένος μπρούμυτα πάνω σε ένα μνήμα!... Τι είχε συμβεί;

Το παλικάρι δεν άφησε το μαχαίρι του, όπως είχε πει, σκέφτηκε να το καρφώσει επάνω σε ένα φρεσκο-σκαμμένο τάφο. Όμως, όταν γονάτισε, άνοιξε και η φουστανέλα του και, μέσα στο μισοσκόταδο, δεν είδε πως κάρφωσε και αυτήν με το μαχαίρι του!...

Έτσι, κάνοντας να σηκωθεί, αισθάνθηκε πως κάποιος τον κρατούσε…

           Νόμισε πως ήταν ο πεθαμένος, που είχε θαφτεί εκεί, και ξεψύχησε ακαριαία! Συγκοπή είπε ο γιατρός που έφτασε αργότερα, για να εξετάσει την σορό του άτυχου νέου![14]

*

Η Πλιματίκινα

 

Αμέσως , μετά την παραπάνω ιστορία, μας έλεγαν μια παρόμοια αλλά αληθινή ιστορία, που συνέβη στο χωριό μας στις αρχές τού περασμένου αιώνα.

Ήταν καλοκαίρι και ένα τσούρμο από νέους «Θεολογίτες» και «Θεολογίτισσες» ξεκίνησαν αργά ένα βράδυ από το «Βασιλικό» –δεν ξέρω πώς βρέθηκαν εκεί- για το χωριό μας. Με συζήτηση και αστεία η ώρα πέρασε ευχάριστα και κοντά στα μεσάνυχτα πλησίασαν στη βάση τους. Πρώτα αντίκρισαν τον Αϊ-Γιάννη και το απαλό φως από τα καντηλάκια των τάφων του νεκροταφείου.

Αυτήν την στιγμή, κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να ρωτήσει ποιος έχει το θάρρος να πάει στο χωνευτήρι και από τα κόκαλα των πεθαμένων να φέρει ένα κεφάλι! Δεν ξέρω αν θα έδιναν και κάποιο δώρο σ’ αυτόν που θα πήγαινε. Πέρασαν κάποιες στιγμές αμηχανίας. Αλληλοκοιταχτήκανε αλλά κανένας από τους νεαρούς άντρες δεν φάνηκε πρόθυμος. Ξαφνικά, πετάχτηκε η Τασ(ι)ά η Πλιματίκαινα[15] και λέει: εγώ πάω.

Τι θυμάμαι την θεια Τασά, δεν ήταν σωματώδης, αλλά ήταν γυναίκα σκληροτράχηλη. Είχε μείνει χήρα από νέα, αλλά δεν ξανάφτιαξε τη ζωή της και μεγάλωσε μόνη της με στερήσεις, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, τις δύο κόρες της, την Κατίνα και την Δημητρού.

Όμως, της θεια Τασάς το έλεγε η καρδούλα της και ξεκίνησε, για να βγάλει σε πέρας την υπόσχεση που έδωσε. Όλοι οι άλλοι έμειναν εκεί, στην άκρη του χωριού, στου Σάλιαρη τον βράχο και περίμεναν…

Εκείνη με αργό, αλλά σταθερό βήμα, πέρασε την μικρή γέφυρα και σε λίγο την είδαν να μπαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας. Έστριψε δεξιά και προχώρησε προς το χωνευτήρι, που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Άνοιξε το μικρό πορτάκι και μπήκε μέσα.[16]

         Τα λεπτά όμως περνούσαν, αλλά δεν φαινόταν να παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Άρχισαν ν’ ανησυχούν. Φοβήθηκαν μήπως είχε πάθει κακό και όλοι έτρεξαν κοντά της. Με κομμένη την ανάσα έσκυψαν στο μισοσκόταδο να δουν τι είχε συμβεί.

          Η Τασά ήταν πεσμένη πάνω στα πολυκαιρισμένα οστά…

Με δέος έσκυψαν να την πάρουν. Όμως, πριν ακόμα την ακουμπήσουν, εκείνη πετάχτηκε όρθια και ταυτόχρονα τους έκανε ένα ουά!

           Φυσικά, δεν είχε πάθει τίποτε, μόνη της είχε ξαπλώσει επάνω στα κόκαλα, για να τους τρομάξει λίγο τους φοβητσιάρηδες!…

*

Ο μικρο-απατεώνας

 

Τα πιο παλιά χρόνια, λέγανε, υπήρχε στην περιοχή ένας μικρο-απατεώνας. Κάθε φορά λοιπόν που ξέμενε από «ψιλά», έμπαινε, συνήθως τα βράδια, στις γύρω εκκλησίες και από εκεί «δανειζόταν» κάποια χρήματα, από εκείνα που υπήρχαν στα φτωχά παγκάρια... Όταν του τέλειωναν, πάλι απ’ την αρχή…

           Ήταν όμως και θεοφοβούμενος χριστιανός ο άνθρωπος και, για να έχει και τη συνείδησή του ήσυχη, κάθε φορά, πριν αφαιρέσει τα χρήματα, ρωτούσε και την Παναγιά, αν συμφωνούσε μαζί του! Τί έκανε δηλαδή. Έλεγε: «Παναγίτσα μ’ να πάρου λίγα χρήματα γιατ’ ξέμ(ει)να κι έχου μιγάλ(η) ανάγκη;». Στη συνέχεια, αφού η Παναγιά τον κοίταζε μόνο, δεν μίλαγε, έπαιρνε το θάρρος και απαντούσε εκείνος για λογαριασμό της και φυσικά έλεγε: «πάρε!...».

           Έτσι, έφευγε πάντα χαρούμενος, από την εκκλησιά...

Κράτησε πολύ όμως αυτή η ιστορία και ο παπάς τής περιοχής άρχισε ν’ ανησυχεί.

Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν ο «μακροχέρης», που ξαλάφρωνε τα παγκάρια, κάθε φορά. Στην αρχή υποπτεύτηκε, πως κάποιος Επίτροπος θα έκανε αυτήν την δουλεία. Αλλά, για να μην πάρει κανέναν άδικα στο λαιμό του, κατάστρωσε ένα σχέδιο.

           Αποφάσισε λοιπόν να κρυφτεί μερικά βράδια στη μεγάλη εκκλησία, για να δει με τα ίδια του τα μάτια, ποιος ήταν ο «χρυσοχέρης», που έκανε αυτήν την αφαίμαξη...

Και στάθηκε τυχερός. Το πρώτο κιόλας βράδυ, μόλις σουρούπωσε, ο φιλαράκος μας άνοιξε την πόρτα και κατ’ ευθείαν πήγε στο παγκάρι. Ο παπάς μόλις άκουσε το άνοιγμα της πόρτας, μπήκε στο Ιερό και από εκεί κρυφοκοίταγε...

         Αμέσως, ο καλός μας βούτηξε στο χέρι του ένα τάλιρο, τότε δεν υπήρχαν ευρώ, και γυρίζοντας προς την εικόνα της Μεγαλόχαρης λέει: «Παναγία μ’ να πάρου ιτούτο του τάλιρου;». «Πάρ’ του», –ως συνήθως- είπε μόνος του. Μετά, ξαναπαίρνει κάνα δυο-τρεις δραχμές στα χέρια του και ρωτάει πάλι: «Παναγία μου να πάρου…». Όμως, πριν τελειώσει την φράση του, ο παπάς –που δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του- του λέει, με λίγο θυμωμένο ύφος, ένα μακρόσυρτο όοοχι...

           Ετοιμόλογος και χωρίς να χάσει καθόλου την ψυχραιμία του ο κλέφτης, γυρίζει προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή και λέει: «Πγοιος σι ρώτσι ισένα, ρε. Ιγώ τ’ μάνα σ’ ρουτάου»!..

           Ο παπάς έμεινε άφωνος με το θάρρος, αλλά και το θράσος του συμπολίτη του!

*

Το πονηρό αλεπουδάκι

 

Μέσα στις άλλες ιστορίες, που λέγαμε, όταν ήμασταν παιδιά, για να γελάσουμε, ήταν κι αυτή για το μικρό αλεπουδάκι. Την ακούγαμε, θα έλεγα σαν παραμύθι.

           Κάποτε, πριν από αρκετά χρόνια, ήταν μια πονηρή αλεπού, η οποία αφού άρπαξε κάνα δυο κοτοπουλάκια από ένα κοτέτσι του χωριού και τα ξεκοκάλισε, ανέβηκε σε μια από τις ψηλές κορφές του μικρού μας Ολύμπου και απολάμβανε τη θέα!...

Από εκεί ψηλά η θέα ήταν όντως πανοραμική και απεριόριστη.

Έβλεπε κανείς από το Ξεροβούνι και τη Δέλφη μέχρι το «Καντήλι», αλλά και τις απέναντι από τον Ευβοϊκό περιοχές της Αττικο-Βοιωτίας.

Δίπλα της είχε το μικρό της αλεπουδάκι και για μια στιγμή θέλησε να δοκιμάσει τη νοημοσύνη του. Ήταν Άνοιξη, ο καιρός δεν ήταν κακός, αλλά έκανε λίγο ψυχρούλα.

Εκείνη τη στιγμή λοιπόν απέναντι στον Ωρωπό είδε να καίει μια μεγάλη φωτιά. Τεντώθηκε λίγο η «κυρά Μαριώ», με την πρησμένη από τα κοτοπουλάκια κοιλιά, σήκωσε τα δύο μπροστινά της πόδια και έκανε πως απολάμβανε την θαλπωρή τής μακρινής φωτιάς!

          Το πονηρό το αλεπουδάκι, που έκπληκτο έβλεπε τα καμώματα τις μάνας του, πειράχτηκε και αισθάνθηκε την ανάγκη να της δώσει μια κατακεφαλιά. Σκέφτηκε όμως, πως στη συνέχεια η «άλλη» θα το έκανε μαύρο στο ξύλο. Ήθελε όμως να της κάνει «ρούμπο»,[17] γι’ αυτό έβαλε το μυαλό του να λειτουργήσει. Έτσι, για μια στιγμή, εκεί όπως καθότανε ήσυχο, άρχισε να τινάζει το κεφάλι του.

          -Τι έπαθες παιδάκι μου, το ρωτάει ανήσυχη η αλεπού, και πετάχτηκε όρθια.

-Δεν είναι τίποτε είπε ανέμελα το παμπόνηρο αλεπουδάκι. Να, έπεσε επάνω μου μια σκατζούλα,[18] που ήρθε από κείνη την φωτιά και την τινάζω να μην καώ!!...».

          Αυτή η απάντηση που έδωσε το αλεπουδάκι, μας άρεσε πάρα πολύ και ενώ την ξέραμε από την αρχή, κάθε φορά που την ξανακούγαμε, ξελιγωνόμασταν στα γέλια!…

*

Ο αντίλαλος

 

Μια φορά, ήταν εποχή θερισμού, ένα ζευγάρι είχε πάει σ’ ένα από τα σπαρμένα τους με σιτάρι χωράφια για να το θερίσουν. Μην έχοντας πού να αφήσουν το μικρό τους αγοράκι, το πήραν μαζί τους. Πριν πιάσουν τα δερπάνια (δρεπάνια) και ξεκινήσουν τη σκληρή τους δουλειά, έδεσαν μια τριχιά, ένα χοντρό σκοινί, σε ένα κλωνάρι του γεροπεύκου –που βρισκόταν εκεί- και έφτιαξαν μια πρόχειρη κούνια.

Το πεντάχρονο παιδί κάθισε αμέσως στην κούνια και άρχισε το παιχνίδι. Σε κάποια στιγμή ο μικρός γλίστρησε και ένα ωχ ακούστηκε όταν βρέθηκε κάτω.

Αν και δεν πόνεσε πολύ, το ωχ που έβγαλε ήταν λίγο δυνατό. Όμως, αμέσως μετά απ’ αυτό, ένα άλλο ωχ ακούστηκε μέσα από το κοντινό φαράγγι! Το παιδί παραξενεύτηκε!

«Ποιος είσαι εσύ;», ρώτησε απορημένα. Αλλά, αντί για απάντηση, άκουσε να επαναλαμβάνονται τα δικά του λόγια: «Ποιος είσαι εσύ;». Οι πρώτες λέξεις ακούγονταν κάπως απόμακρες, αλλά η τελευταία ακουγόταν πολύ καθαρά.

          Άρχισε να εκνευρίζεται, αλλά και να φοβάται λίγο. Και με πιο δυνατή φωνή είπε σ’ αυτόν που τον κορόιδευε: «Να φας σκ…». –«Να φας σκ…», ακούστηκε πιο δυνατή και η άλλη φωνή! –«Αϊ σιχτίρ», φώναξε για τελευταία φορά και έτρεξε να πάει να παραπονεθεί στη μάνα του. Αλλά και η άγνωστη φωνή δεν τού τη χάρισε. Φεύγοντας, άκουσε πίσω του να το κυνηγάνε τα λόγια που είχε πει: «Αϊ σιχτίρ…».

           «Μάνα», φώναξε από μακριά, «ένα κακό πιδί μι κοροϊδεύ(ει) κι μι βρίζ(ει)».

Η γυναίκα κατάλαβε, πως ο μικρός της είχε πέσει θύμα του «αντίλαλου».

          Πήγαινε του είπε πάλι στη θέση σου και να λες καλά λόγια, για να κάνει το ίδιο και εκείνο το παιδάκι, που θέλει να κρύβεται μέσα στο δάσος.

Από εκείνη την μέρα έγινε φίλος με το «παιδί-αντίλαλο» και όταν ξανα-πήγαιναν, σε κείνο το χωράφι, περνούσε πολλές ώρες κουβεντιάζοντας μαζί του!...

*

Τα ονόματα των παιδιών

Τα τελευταία χρόνια, που τα ζευγά­ρια περιορίζονται μόνο σε ένα ή δύο παιδιά, τα φορές, δημιουργού­νται και κάποιες προστριβές, για τα ονό­ματα των παιδιών τα.

Τα νιόπαντρες μανάδες θέλουν στο ένα από τα δύο παιδιά να δίνεται το όνομα των δικών τα γονιών. Σε μια τέτοια περί­πτωση, πριν από χρόνια, ο συχωρε­μένος ο μπάρμπα Γιώργης ο Κουλό­γιαννης (Μπαφώτας), είχε πει τούτο το αμίμητο: «Βρε πιδγιά, κάντι τέσσιρα-πέντε πιδγιά, για ν’ ακουστούν τα ουνόματα και τουν μανάδων και τουν πατιρά­δων τα. Ισείς κάνιτι ένα πιδί κι θέλιτι να τα’ δόσιτι τέσσιρα ουνόματα. Αυτό γίνιτι; Δε γίνιτι!».

*

Τα χίλια και …τα χείλια

 

Την νύχτα των Θεοφανίων έλεγαν πως, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, άνοιγαν και

φωτίζονταν οι ουρανοί. Οι τυχεροί, που θα έβλεπαν τούτο το άνοιγμα του ουρανού, ό,τι και αν ζητούσαν, εκείνη την στιγμή, θα γινόταν πραγματικότητα.

Μια τέτοια βραδιά, λοιπόν, κάποιος είδε ανοιχτό τον ουρανό και φώναξε, με όλη του τη δύναμη, πως ήθελε «χίλια εκατομμύρια!». Όμως στάθηκε άτυχος, γιατί, όσο έμεινε ανοιχτός ο ουρανός, πρόφτασε να πει μόνο την λέξη χίλια. Έτσι, δεν απόκτησε τα χίλια εκατομμύρια, αλλά τεράστια χείλια. Ο άνθρωπος βέβαια δεν είχε ζητήσει χείλια (χείλη), αλλά χίλια, με γιώτα το χι. Όμως, στον προφορικό λόγο δεν φαίνεται η ορθογραφία…

*

Η αλεπού κι ο σώγαμπρος[19]

 

Παλαιότερα, όπως ανάφερα και στη «γέννηση», αν ο άνδρας που παντρευόταν, δεν είχε δικό του σπίτι και ήταν αναγκασμένος να πάει να μείνει μαζί με τα πεθερικά του, το θεωρούσαν υποτιμητικό. Γι’ αυτό και αν ακόμα δεν είχαν την δυνατότητα να φτιάξουν σπίτι για κάθε αγόρι, ώσπου να τα καταφέ­ρουν, πολλές φορές, έμεναν στο ίδιο σπίτι δύο και τρία ζευγάρια μαζί με τους γονείς τους…

Για τους σώγαμπρους που έμεναν με τα πεθερικά τους, έξω από το δικό τους περιβάλλον και φυσικά δεν θα αισθάνονταν και πολύ καλά, έλεγαν τούτο το ανέκδο­το.

Κάποτε παραφύλαξαν και έπιασαν μια αλεπού, που είχε αφανί­σει τα κοτόπουλα του χωριού και από εκδίκηση ένας άνδρας την έγδαρε ζωντανή.

         Την ώρα αυτή λοιπόν, του μαρτυρίου της, κάποιος από τους παθόντες την ρώτησε:

«Κυρά ‘’Μαργιώ’’, όταν έτρουγις τα κουτουπ(ου)λάκια τα πέρναγις ουραία, τώρα πώς τα πιρ­νάς;».Και εκείνη, παρά τον αφόρητο πόνο της, εί­χε το κουράγιο να μιλήσει, και να πει: «Πιρνάου λίγου καλύτιρα απ’ ότ’ πιρνάνι οι σώγαμπρ(οι)!!»

*

Η κουκουβάγια που είχε τα μάτια του Χριστού…

 

Λένε, πως τότε που είχαν πιάσει τον Χριστό, η Παναγιά καθόταν πικραμένη, γιατί έβλεπε να ταλαιπωρούν και να βασανίζουν τον μονογενή της.

Μια κουκουβάγια, που την λυπήθηκε, πήγαινε κοντά της και της έκανε διάφορα σκέρτσα και παιχνίδια, για να την παρηγορήσει και να την κάνει να γελάσει λίγο.

           Ο καημός βέβαια της Θεοτόκου ήταν μεγάλος και κανένα αστείο δεν μπορούσε να την κάνει να χαρεί και να ευθυμήσει.

           Είδε και απόειδε η κουκουβάγια, πήγε και στάθηκε μπροστά στην Θεοτόκο και της λέει: «Ιγώ Παναγίτσα μ(ου) έχου τα μάτγια της’ Χριστού!...». Έτσι, χωρίς να το θέλει, άνθισε ένα χαμόγελο στα χείλη της Παναγιάς και ξαλάφρωσε λίγο η καρδιά της.

*

Τα ήθελε κι αυτνού ου…

 

Μέσα στο πένθος της Μεγάλη Παρασκευή, αλλά και την προσμονή της Ανάστασης, ακούγονται και ιστορίες, που ίσως δεν θα περίμενε κανείς.

Όμως, οι απλοί άνθρωποι του λαού μας αισθάνονται τον Ιησού οικείο τους και λένε ό,τι θα έλεγαν και για ένα δικό τους άνθρωπο. Έτσι, θέλησαν να σατιρίσουν ακόμα και τον Θεάνθρωπο! Και να τι σκαρφίστηκαν να πουν, για τον Σταυρωμένο Χριστό.

Κάποτε έλεγαν, πριν από πολλά χρόνια ήταν ένας τσοπάνος που ζούσε συνέχεια, από μικρό παιδί, στα βουνά και στα λαγκάδια βοσκώντας τα γιδοπρόβατά του. Όταν όμως μεγάλωσαν τα παιδιά του κατέβαινε κι εκείνος, πολλές φορές, τις Κυριακές και τις γιορτινές μέρες στο χωριό.

Έτσι, το βράδυ μιας Μεγάλης Παρασκευής βρέθηκε μπροστά στην περιφορά του Επιταφίου και ρώτησε: «Τι συμβαίν(ει) βρε Πιδγιά; Που πάτι; Πγοιόν κηδεύιτι τέτγοιαν ώρα;». Κάποιος του είπε ότι πιάσανε το Χριστό οι Εβραίοι, τον σταύρωσαν και εκείνη την ώρα τον ξεπροβόδιζαν…

Την άλλη χρονιά, τέτοια μέρα, ο ίδιος άνθρωπος ξαναρώτησε, για το τι συμβαίνει πάλι; και φυσικά πήρε την ίδια απάντηση. Αφού λοιπόν το ανθρωπάκι ρώτησε και ξαναρώτησε και κάθε χρόνο έπαιρνε την ίδια απάντηση, μια φορά δεν κρατήθηκε και λέει: «Γιατί κι αυτός ου ιυλουγημένους, βρε παιδγιά, πάει κάθι χρόνου απ’ τουν ίδιου δρόμου και τουν πιάν’νι; Χάθκανι οι άλλ(οι)   δρόμ(οι); Φουβάμι, πως τα ήθιλι κι αυτνού ου πισνός τ’!»…

*

Ο βαρκάρης και ο φιλόσοφος

 

Κάποτε, ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, καθηγητής πανεπιστημίου ήταν, παραθέριζε σε ένα μικρό νησί τής χώρας μας. Ένα απόγευμα συμφώνησε με ένα βαρκάρη να του κάνει τον γύρο τού νησιού, για να απολαύσει τις όμορφες ακρογιαλιές του.

Δεν έχασαν χρόνο, αμέσως μπήκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν. Σε κάποια στιγμή, από το ραδιοφωνάκι, που ήταν στη διαπασών, ακούστηκε, πως σε κάποια πόλη θα γίνονταν εκδηλώσεις για τον Σολωμό. Ο βαρκάρης που νόμισε πως έλεγαν κάτι για τα ψάρια τους σολομούς, που ίσως να τον ενδιέφερε κιόλας, ρώτησε τον διανοούμενο επιβάτη του, αν έχουν γίνει και άλλες φορές εκδηλώσεις για τα ψάρια…

-Ποια ψάρια καλέ μου άνθρωπε, για το Διονύσιο Σολωμό λένε.

-Και ποιος είναι αυτός; ρώτησε με απορία ο αγράμματος βαρκάρης.

–Καλά, δεν έχεις ακούσει τίποτε για τον εθνικό μας ποιητή; είπε κάπως εκνευρισμένος τώρα ο καθηγητής. –Όχι, ψέλλισε διστακτικά ο άλλος…

-Τότε, έχεις χάσει την μισή σου ζωή!...

Η συζήτηση τέλειωσε εκεί, γιατί ξαφνικά έπιασε ένα δυνατό μπουρίνι και η βάρκα αναποδογυρίστηκε. Ο άνθρωπος της θάλασσας ήξερε καλό κολύμπι, αλλά παρά τις προσπάθειες του, δεν κατάφερε να τραβήξει και τον καθηγητή προς την στεριά.

- Κάνε λίγο κουράγιο του φώναξε, θα μιλήσω και σε ένα φίλο μου, που μένει εδώ κοντά. – «Δεν ξέρω να κολυμπώ», είπε απεγνωσμένα ο φιλόσοφος και συμπλήρωσε: «Πριν λίγο, σου είπα, πως έχεις χάσει τη μισή σου ζωή, επειδή δεν ξέρεις τον Σολωμό. Εγώ τώρα την χάνω ολόκληρη, γιατί δεν ξέρω κολύμπι!...».                 

 

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΞΩΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ[20]

 

   Οι πολλές εκκλησίες και τα ξωκλήσια, σε μια περιοχή, φανερώνουν το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων που κατοικούν εκεί.

Τα πανηγύρια, όπως είναι γνωστό, είναι μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων.

Τέτοιες μέρες οι άνθρωποι του λαού μας –εκτός από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα- ανταμώνουν με τους φίλους και τους συγγενείς τους, που καταφτάνουν από τις γύρω περιοχές, αλλά και από πιο μακριά, για να διασκεδάσουν παρέα και να περάσουν ευχάριστα. Αυτές τις μέρες συνήθως προτιμούν και οι ξενιτεμένοι να επισκεφτούν τη γενέθλια γη. Εκεί, όλοι μαζί, με ανοιχτές καρδιές, απολαμβάνουν αυτές τις χαρούμενες μέρες, που γίνονται και μέρες μνήμης…  

Έτσι, και οι «Θεολογίτες» τ’ Αϊ-Γιωργιού, της Αγια-Τριάδας, του προφήτη Ηλία, της Αγια-Σωτήρως και προ παντός τα Νιάμερα της Παναγίας, στις 23 του Αυγούστου, κάνουν τ’ αδύνατα δυνατά για να βρεθούν στο χωριό τους. Εδώ, στο βράχο που γεννήθηκαν, που είναι οι ρίζες τους και τα ιερά κόκαλα των αγαπημένων τους, που τώρα βρίσκονται στη γειτονιά των αγγέλων.

Σε τούτο το όμορφο χωριό, που είδαν για πρώτη φορά το φως της ζωής και έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Που είδαν τις πρώτες ανατολές και τα πρώτα ηλιοβασιλέματα. Που έκαναν τις πρώτες φιλίες και ένιωσαν τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα! Εδώ, που πρωτοέπαιξαν, που κυλίστηκαν με τα χώματα και γεύτηκαν τις πρώτες χαρές και τις πρώτες λύπες τους.

Γι’ αυτό και, όσο πιο μακριά βρίσκονται, τόσο περισσότερο ο ομφάλιος λώρος, που τους δένει μ’ αυτό, τεντώνεται και νιώθουν περισσότερο πόνο και η λαχτάρα τού γυρισμού γίνεται μεγαλύτερη! Πώς να το ξεχάσουν, αφού συνέχεια είναι θρονιασμένο μέσα τους; Τούτη η μικρή κουκίδα γης, που πολλοί θα δυσκολευτούν ακόμα και στο χάρτη να την επισημάνουν, γι’ αυτούς όλους είναι το Κέντρο της Γης!!

Να προστεθεί ότι, τούτο το μικρό χωριό, το χωριό μας, αγαπήθηκε και από πολλούς άλλους συνανθρώπους μας που το γνώρισαν, πολύ δε περισσότερο απ’ αυτούς που ένωσαν τις ζωές τους με τα κορίτσια του. Όλοι αυτοί το αισθάνονται πιο πολύ δικό τους, γι’ αυτό και το επισκέπτονται όλο και πιο συχνά και περισσότερο στα πανηγύρια, όπως και τις άλλες γιορτινές μέρες. Αλλά, ας έρθουμε στο θέμα μας.

 

Η Αγιάννα

 

   Πέντε χιλιόμετρα περίπου νοτιοανατολικά από τον «Θεολόγο», όπου και το μικρό χωριό «Γέροντας», και κάτω από πανύψηλα πλατάνια, βρίσκεται η Αγία Άννα. Τούτη η συμπαθητική εκκλησούλα -που πριν από 25 χρόνια περίπου ανακαινίστηκε[21]- είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Αγίας Άννας, της μητέρας τής Παναγίας.

Το πρώτο εκκλησάκι της Αγιάννας, που χτίστηκε σε τούτο το μέρος, υπάρχουν ενδείξεις πως το είχε χτίσει ο όσιος Χριστόδουλος[22]. Το πανηγύρι που γίνεται εδώ στις 25 Ιουνίου, οι Θεολογίτες το θεωρούν δικό τους, γιατί ήταν και δικό τους, αφού μέχρι το 1961 ο «Γέροντας» ανήκε στο χωριό μας.[23] Έτσι, κάθε χρόνο τέτοια μέρα πρωί-πρωί, σχεδόν σύσσωμοι οι Θεολογίτες πήγαιναν -και πηγαίνουν και σήμερα- να τιμήσουν την Αγιάννα.

Η αγία Άννα του «Γέροντα».

   Πολλοί βέβαια βρίσκονται εκεί κι από την παραμονή το βράδυ. Και κάποιοι απ’ αυτούς μένουν και μετά τη λειτουργία και αφού διασκεδάσουν στα «όργανα» κοιμούνται εκεί, σ’ εκείνο το ειδυλλιακό τοπίο του «Γέροντα», με το υπέροχο κλίμα. Τα τελευταία χρόνια που ασφαλτοστρώθηκε και ο δρόμος, τέτοιες μέρες, υπάρχει μεγάλη κοσμοσυρροή.      

*

Η Αγία Παρασκευή

 

Τα πιο παλιά χρόνια, όπως έλεγε ο πατέρας μου -που ήταν για 40 περίπου χρόνια ψάλτης και Επίτροπος στο χωριό μας- δυτικά, βορειοδυτικά από τον Αϊ-Γιάννη και κάτω από το δρόμο υπήρχε εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.

            Επίσης, στο χώρο του μικρού κυκλικού κτίσματος, που βρίσκεται στο βορειο-ανατολικό τμήμα του μαντρότοιχου του Αϊ-Γιάννη, όπου μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν οστεοφυλάκιο, παλαιότερα υπήρχε ναΐσκος του Αγίου Δημητρίου.

Τούτο το κυκλικό κτίσμα, που βρισκόταν ο Αϊ-Δημήτρης, το 1999 το ανακαίνισαν και έκαναν –ίσως από άγνοια- όχι εκκλησάκι τούτου του Αγίου, αλλά της Αγίας Παρασκευής[24]. Η κουκλίστικη τούτη εκκλησούλα λειτουργείται κάθε χρόνο, την μέρα της μνήμης της Αγίας, στις 26 Ιουλίου.

Τούτη τη μέρα, όπως είναι γνωστό, γιορτάζει και η Αγία Παρασκευή, η πολιούχος τής Χαλκίδας.

Και ήταν κάτι που το περίμεναν όχι μόνο οι κάτοικοι του χωριού μας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής τής ευβοϊκής πρωτεύουσας. Γιατί, εκτός από τον εορτασμό της Αγίας, γινόταν και εμποροπανήγυρη, αλλά και ζωοπάζαρο, γαϊδουροπάζαρο, όπως το έλεγαν. Να προστεθεί, ότι εκείνο το πολύβουο και πολύχρωμο πανηγύρι κρατούσε –και κρατάει και σήμερα (εκτός του ζωοπάζαρου)- οχτώ ολόκληρες μέρες.

           Μέσα σ’ αυτές τις μέρες όλοι σχεδόν οι Θεολογίτες κατέβαιναν στη Χαλκίδα.

Πρώτα πέρναγαν από την Αγία Παρασκευή –την γιάτρισσα των ματιών- ν’ ανάψουν             ένα κερί στη χάρη Της και στη συνέχεια έφερναν γύρω όλες τις κατάμεστες παράγκες, με τα διάφορα εμπορεύματα.

Η Αγία Παρασκευή, από τα νοτιοανατολικά.

   Δεν έπαιρναν στα κουτουρού ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Όλα είχαν μελετηθεί προσεκτικά από μέρες πριν και όλα σύμφωνα με τα οικονομικά τής κάθε οικογένειας. Ρούχα και παπούτσια για όλη την οικογένεια και προ παντός –κάτι καλύτερο- για τα νέα παιδιά, για τα κορίτσια και τ’ αγόρια της παντρειάς.

Σε λιγότερο από ένα μήνα ερχόταν το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού, τα Νιάμερα της Παναγίας. Έπρεπε όλοι να έχουν κάτι καινούριο να φορέσουν. Συμπλήρωναν ακόμα κάποιες ελλείψεις του σπιτιού και αν περίσσευαν κάποια χρήματα και υπήρχε κορίτσι στο σπίτι –έστω και μικρό- έπρεπε να πάρουν και κάτι για την προίκα του. Μια καλή κουβέρτα, δυο σεντόνια, κάποιες πετσέτες, πιάτα, μαχαιροπίρουνα και ό,τι άλλο χρειάζεται για να στηθεί ένα νέο νοικοκυριό.          

*

Η Αγια-Σωτήρω

Αν και, όταν ήμασταν παιδιά πιστεύαμε ότι υπήρχε κάποια Αγία με το όνομα Σωτηρία-Σωτήρω, φυσικά, δεν πρόκειται για αγία, αλλά για την Μεταμόρφωση του Σωτήρος, του Χριστού δηλαδή.

Τούτο το εκκλησάκι το έχει φτιάξει –τον 19ο αιώνα- ο Θεολογίτης Γιώργης Καρλατήρας Σακαράκας). Βρίσκεται, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο, πλάι στο δρόμο που οδηγεί προς τη Χαλκίδα και δίπλα στο Ρέμα που κατεβαίνει από την Παναγία.  

Κάθε τέτοια μέρα πολλοί συμπατριώτες μας κατηφόριζαν, όπως κατηφορίζουν και σήμερα, προς το εκκλησάκι της Αγια-Σωτήρως, για να εκκλησιαστούν.

Λίγα μέτρα πιο κάτω τρέχουν τα γάργαρα νερά της βρύσης, η οποία από την Αγια-Σωτήρω φέρνει και αυτή το ίδιο όνομα. Εδώ όλοι οι περαστικοί έκαναν μια στάση για να δροσιστούν και να ξεδιψάσουν κι εκείνοι και τα ζωντανά τους, αλλά να πάρουν και μαζί τους από το τρεχούμενο νερό.

Η Αγια-Σωτήρω, απ’ το βόρεια.

   Πολλές φορές, τα καλοκαίρια που λιγόστευε το νερό στα «Κλήματα» και στη «Γνέτζα»[25], ερχόμασταν εδώ με τα γαϊδουρομούλαρα και γεμίζαμε τις στάμνες και τους δερμάτινους «ματαράδες», για πιο γρήγορα.

Από τα δροσερά νερά τούτης της βρύσης, που τρέχουν συνέχεια, πολλοί έρχονται και παίρνουν με μεγάλα δοχεία, ακόμα και από τη Χαλκίδα. Πιο παλιά, ένα μέρος από το νερό που περίσσευε το διοχέτευαν σε στέρνες και πότιζαν και κάποια περιβόλια.

*

Η Αγία Τριάδα

 

Όταν λέμε της Αγίας Τριάδας δεν εννοούμε φυσικά ότι αυτή την μέρα τιμάμε κάποια Αγία. Πρόκειται για το τρισυπόστατο της Αγίας Τριάδας: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.

            Τούτη η εκκλησία του χωριού μας χτίστηκε, πάνω σε παλιά ερείπια, το 1952-1953 και βρίσκεται κάνα δυο χιλιόμετρα πανώστρατα στο δρόμο που πάει για τη Χαλκίδα[26]. Στον ίδιο ακριβώς χώρο βρισκόταν παλαιότερα άλλη Αγία τριάδα, την οποία είχαν κάψει οι Τούρκοι, τον πρώτο χρόνο της επανάστασης του 1821.       

Πριν χτιστεί η νέα Αγία τριάδα, το τοπωνύμιο αυτής της περιοχής ήταν «Εκκλησίτσα» ή «Ακκλησίτσα», από τη μικρή εκκλησία, προφανώς, που προϋπήρχε εκεί. Απ’ τα πρώτα χρόνια που χτίστηκε η νέα Αγία Τριάδα –μετά το τέλος της λειτουργίας- μοιράζεται και φαγητό, «πανηγύρι».

Πολλοί στρώνουν κουρελούδες και κάθονται και τρώνε κάτω από τις ελιές που υπάρχουν στο γύρω χώρο. Τα πρώτα χρόνια που ξαναλειτούργησε η εκκλησία έρχονταν και ‘’όργανα’’ και γινόταν και χορός. Έπειτα όμως από κάποια παράπονα, που έγιναν από τους κοντοχωριανούς μας Πουρνιώτες, σταμάτησαν τα όργανα...

Η Αγία Τριάδα. Από νότια.

   Είναι γνωστό ότι, στον Πούρνο γιόρταζαν από παλιά τούτη την μέρα και είναι το μοναδικό –νομίζω- πανηγύρι του χωριού.

Έτσι, οι Θεολογίτες το πρωί εκκλησιάζονται στη δική τους Αγία Τριάδα και το βράδυ κατηφορίζουν για να διασκεδάσουν στον Πούρνο.

*

Ο Άγιος Κωνσταντίνος

 

   Στις 20 του Μάρτη του 1970 θεμελιώθηκε και στις 21 Ιουνίου του 1976 έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας εκκλησίας στον «Θεολόγο». Πρόκειται για τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης[27]. Η νέα εκκλησία χτίστηκε στην «αυλή του χωριού μας», εκεί που ήσαν παλαιότερα τ’ αλώνια και στήνονταν οι θημωνιές, μέχρι να γίνει το αλώνισμα. Στο χτίσιμο του Αγίου Κωνσταντίνου πρωτοστάτησε ο τότε παπάς του «Θεολόγου» Κωνσταντίνος Καράς[28].

            Να προστεθεί, ότι μια μικρή εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε και παλαιότερα στο «Θεολόγο». Τα ερείπια εκείνου του ναού βρίσκονται στην περιοχή του «Κορτέση», δυο-τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το χωριό μας.

Αν και ο Αϊ-Γιάννης εξυπηρετούσε τις ανάγκες του χωριού, είναι αλήθεια, πως έπεφτε λίγο μακριά, για τους πιο ηλικιωμένους συχωριανούς μας και περισσότερο για τις κρύες και βροχερές μέρες του χειμώνα.       

          Στις 21 του Μάη -γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης- η λειτουργία γίνεται επίσημη και πανηγυρική. Όμως, οι εκδηλώσεις σταματούν εδώ, δεν συνεχίζονται με χορούς και πανηγύρια. Και τούτο γιατί, όταν χτίστηκε τούτη η εκκλησία, τα πανηγύρια είχαν πάρει φθίνουσα πορεία.

.

Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Λίγα μέτρα έξω από την εκκλησία, προς τα βόρεια και μέσα στον προαύλιο χώρο, έχει μεταφερθεί τα τελευταία χρόνια και το Ηρώο του Άγνωστου Στρατιώτη.

 

 

Ο Αϊ-Γιάννης ο Θεολόγος

 

   Η εκκλησία του Αϊ-Γιάννη του Θεολόγου βρίσκεται προς τα νότια, 300 μέτρα περίπου έξω από το χωριό, στην περιοχή της «Καμάρας».[29] Είναι γνωστό, πως το χωριό μας έχει πάρει το όνομά του από τούτη την εκκλησία, η οποία και μετά το χτίσιμο του Αγίου Κωνσταντίνου μέσα στο χωριό, εξακολουθεί να είναι ο ενοριακός του ναός.

Όμως, τώρα στον Αϊ-Γιάννη -που βρίσκεται και το νεκροταφείο του χωριού- πηγαίνουμε μόνο όταν κάποιος από τους συμπατριώτες μας …οδεύει προς την τελευταία του κατοικία και φυσικά όταν ο Άγιος γιορτάζει.

Τα πιο παλιά χρόνια -πριν από τα μέσα του περασμένου αιώνα-, στις 8 του Μάη, μετά την θεία λειτουργία, έξω από την εκκλησία στηνόταν χορός. Πρώτος άνοιγε το χορό ο παπα-Δημήτρης. Η πρώτη στροφή γινόταν γύρω από την εκκλησία και μετά συνεχιζόταν στον προαύλιο χώρο ανατολικά τού ναού και μπροστά από την στέρνα που υπήρχε τότε εκεί, από τα νερά τής οποίας ποτίζονταν οι κήποι του χωριού.

Πολλές φορές ο χορός είχε και συνέχεια το βράδυ στο χοροστάσι, στην πλατεία του χωριού. Σ’ αυτές τις εκδηλώσεις βέβαια παρόντες ήσαν πάντα ο Κώστας ο Σταμελάκος με το βιολί του, ο Βασίλης ο Μπασούκος (Καραγκούνης) με το κλαρίνο και ο (Ε)Λισαίος Ντούρμας με το λαούτο του.

 

Ο Αϊ-Γιάννης. Πίσω φαίνεται ένα μέρος από το λόφο Πουρναράκι και στο βάθος το Ίσωμά

Εκείνα τα χρόνια, που δεν υπήρχαν -όπως σήμερα- τα κέντρα διασκέδασης σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, ο κόσμος ήθελε κάθε τόσο να ξεδίνει και λίγο, να ξεχνάει την κούραση, τα βάσανα και τις σκοτούρες του. Έτσι, όταν του δινόταν ευκαιρία, έτρεχε στα διάφορα πανηγύρια που γίνονταν όχι μόνο στο «Θεολόγο», αλλά και στα γύρω χωριά.  

Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν ενδείξεις, πως τον πρώτο-πρώτο Αϊ-Γιάννη να τον είχε χτίσει ο όσιος Χριστόδουλος, όταν έφτασε εδώ από το «νησί της αποκάλυψης», την Πάτμο.

*

Ο Αϊ-Γιώργης[30]

     Ο Αϊ-Γιώργης, είναι ένας από τους πιο αγαπημένους και τραγουδισμένους Αγίους των Ελλήνων, γι’ αυτό και πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας φέρουν το όνομά του. Η Εκ-κλησία μας γιορτάζει την μνήμη του στις 23 Απριλίου. Όταν όμως η Ανάσταση πέφτει αργότερα από αυτή την ημερομηνία, τότε, η γιορτή μεταφέρεται την άλλη μέρα από το Πάσχα, τη Δευτέρα της διακαινησίμου.

Αυτή τη μέρα οι Θεολογίτες ανηφόριζαν προς τον «Κάμπο» -δύο χιλιόμετρα περίπου ΒΑ από το χωριό-, εκεί που βρίσκεται και το εκκλησάκι του «Τροπαιοφόρου»[31] Αγίου. Πολλοί έπαιρναν και τα μανάρια μαζί τους και τα έδεναν εκεί κοντά για να βοσκήσουν. Στο τέλος της λειτουργίας, οι πιο μεγάλοι έκαναν και καμιά βόλτα, να δουν πως πάνε τ’ αμπέλια τους, αφού εκεί βρίσκονταν τα περισσότερα του χωριού.

           Στο δικό μας Αϊ-Γιώργη δεν γινόταν μεγάλο πανηγύρι με όργανα και χορό. Όμως, όλοι την περίμεναν με λαχτάρα αυτή τη μέρα. Ο συνήθως καλός ανοιξιάτικος καιρός και η πανοραμική θέα, αποζημίωναν όλους, για τον κόπο που έκαναν να φτάσουν ώς εκεί.

          Εκτός από τις γύρω βουνοπλαγιές του μικρού μας Ολύμπου, από εδώ μπορεί ν’ αγναντέψει κανείς το Ξεροβούνι, όπως και τις άλλες κορφές της Δέλφης, μέχρι το «Καντήλι» κι ακόμα πιο πέρα…      

Το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη

   Τούτο το μικρό και απέριττο εκκλησάκι, λένε, πως το είχε χτίσει το 1815, ο παππούς της γιαγιάς μου, της μάνας του πατέρα μου, ο Παναγιώτας Καπετάνιος.

Πριν από λίγα χρόνια που το ανακαίνισαν[32], από τα δυτικά του προστέθηκε και ένα μικρό στέγαστρο, που φαντάζει με ανοιχτό πρόναο. Ο περισσότερος κόσμος φυσικά, κατά την ώρα της λειτουργίας, έμενε, και μένει και σήμερα, έξω στο προαύλιο.

            Καμιά φορά, πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους το έριχνε και λίγο στο κουβεντολόι… Όταν ο παπάς έπαιρνε είδηση την οχλαγωγία που γινόταν έξω, ύψωνε λίγο τη φωνή, για να τον ακούσουν όλοι και έλεγε: «Δε μ’ λέτι, σας παρακαλώ, ιδώ ήρθατι για να λύσιτι τα προυβλήματά σας ή για να ικκλησιαστείτι; Άμα θέλιτι να κουβιντιάσιτι να πάτι λίγου πιο πέρα…».

Σε τούτο το όμορφο καταπράσινο τοπίο, ανάμεσα στις ελιές, τα σκίνια,[33] τα πουρνάρια και τους άλλους θάμνους, τα νέα παιδιά, τ’ αγόρια και τα κορίτσια μπορούσαν να σταθούν για λίγο και ν’ ανταλλάξουν, εκτός από τα βλέμματα, και κάποιες κουβέντες. Περισσότερο εκείνοι που τα βέλη του φτερωτού θεού τούς είχαν πληγώσει βαθιά.

Στο τέλος της λειτουργίας έσμιγαν τα χέρια και ανταλλάσσονταν θερμές ευχές: «Κι τ’ χρόν’…» «Κι τ’ χρόν’, να είμαστι ούλ(οι) καλά». «Πουλύχρουνις και πουλύχρουν(οι) οι Γιουργίις κι οι Γιώργ(η)δις …». Η επιστροφή για το χωριό ήταν ευκολότερη και λίγο πιο κοντινή, αφού παίρνανε το ανατολικό δρομάκι, το οποίο στον πηγαιμό οι περισσότεροι το απόφευγαν, γιατί ήταν πιο ανηφορικό.

Ξέχασα ν’ αναφέρω πως, το πρωί τ’ Αϊ-Γιωργιού μερικοί Θεολογίτες –καβάλα στα μουλάρια τους- έπαιρναν αντίθετη πορεία, προς το νοτιά. Τούτοι οι καβαλάρηδες πήγαιναν να εκκλησιαστούν και να διασκεδάσουν στον Αϊ-Γιώργη τον ΑΡΜΑ[34] που γινόταν και πανηγύρι.    

Να προστεθεί πως, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, το χωριό μας αναστατωνόταν λίγο από τα κουδούνια και τα βελάσματα προβάτων και αρνιών. Για τούτο το σαματά δεν ευθύνονταν Θεολογίτες. Οι τσοπάνηδες, που ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους στο Μαλακώντα και στις άλλες γύρω από την Ερέτρια περιοχές, αυτή την εποχή, ανηφόριζαν προς τη Μαυρόπουλου, για να ξεκαλοκαιριάσουν ψηλά στις απάτητες κορφές και στα φαράγγια του Ξεροβουνιού και της Δέλφης.

*

Ο Αϊ-Λιας

Στις 20 Ιουλίου η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη τού προφήτη Ηλία[35]. Στον «Θεολόγο» το ξωκλήσι του Αϊ-Λια βρίσκεται ένα χιλιόμετρο περίπου κατώστρατα του δρόμου που πάει προς τον «Γέροντα» – Ερέτρια και προς το «Καμάρι» – «Βασιλικό».  

             Αν και η παράδοση θέλει τα εκκλησάκια του Αγίου να βρίσκονται σκαρφαλωμένα σε λόφους και βουνοκορφές, ο Αϊ-Λιας τού «Θεολόγου» έχει χτιστεί πλάι σε πανύψηλα πεύκα, αλλά όχι σε ύψωμα. Τούτο βέβαια δεν είναι χωρίς εξήγηση. Εκεί, λένε, που βρίσκεται σήμερα το ξωκλήσι του Αϊ-Λια, στα χρόνια της επανάστασης, στις 20 Ιουλίου του 1821, ο Κριεζώτης είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τουρκικές δυνάμεις.

Σ’ εκείνη την αναμέτρηση νίκησαν οι Έλληνες, αλλά την χαρά τους σκίασε ο χαμός ενός παλικαριού, του Πολύχρονου Αλεξώτα, που καταγόταν από το γειτονικό μας χωριό Καμπιά. Εκείνη η νίκη, λοιπόν, στάθηκε ο λόγος που αργότερα, σε τούτο το μέρος, οι προ-παππούδες μας έκτισαν ένα απέριττο εκκλησάκι, για να τιμήσουν τον Άγιο -που γιόρταζε εκείνη τη μέρα- και να θυμούνται τη νίκη τους.[36]

Πρέπει να πω, πως παλαιότερα πολλοί άκακοι, αγαθοί άνθρωποι, μιλούσαν με τους Αγίους, σαν να βρίσκονταν ανάμεσά τους. Και, ενώ δεν τους έβλεπαν, είχαν την βεβαιότητα ότι τους ακούνε και συζητούσαν μαζί τους τα προβλήματά τους. Τους έλεγαν για τις χαρές και τις λύπες τους.

Έτσι, είχε πάρει το θάρρος και η θεια-Μαρδίτσα, πριν από πολλά χρόνια, που υπήρξε ανομβρία και ήρθε και πήρε από εδώ την εικόνα του προφήτη Ηλία και την πήγε στον Κάμπο. Εκεί, αφού του έδειξε την ξερή γη και τις διψασμένες ελιές τον μάλωνε, μάλωνε τον Άγιο δηλαδή, γιατί δεν μεριμνούσε να βρέξει, για να γίνουν τα σπαρτά και για να μην ξεραθούν οι ελιές!... «Τι θα φάμι τ’ χρόν’» του έλεγε η αγαθή γυναίκα. «Κι μι τι λάδ(ι) ιγώ θα σ’ ανάβου τα καντήλια;».

          

Ο Προφήτης Ηλίας.

   Όπως μου είπε ο Κωστής Γ. Καρλατήρας (στις 20-7-2006), τον Προφήτη Ηλία - όπως και την Αγία Σωτήρω- είχε χτίσει ο προπαππούς του, ο Γιώργης Καρλατήρας (ή Σακαράκας)[37].

Να προστεθεί, πως το πρώτο-πρώτο εκκλησάκι ήταν πολύ μικρό και δεν είχε παράθυρα, εκτός από ένα στενόμακρο άνοιγμα στο ανατολικό μέρος του ιερού. Για να περάσει κανείς το κατώφλι του, έπρεπε να κατέβει και τα δύο σκαλάκια που υπήρχαν ακριβώς μέσα από την είσοδο. Η υπερύψωση και το μεγάλωμα του ναού έγινε το 1955.[38]

           Πριν από 5-6 χρόνια, με επιστασία του συχωριανού μας παπα-Χαράλαμπου Μιχαήλ, αντικαταστάθηκε η σκεπή και διαμορφώθηκε ο προαύλιος χώρος. Την Άνοιξη του 2006, ο Σπύρος Μπουραΐμης, γαμπρός του χωριού μας, σύζυγος της Άννας Ε. Κουτσαβλή, χάλασε το παλιό τέμπλο και στη θέση του έβαλε ένα ωραίο ξύλινο και το πέρασε με λούστρο.[39]

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

 

   Τρία χιλιόμετρα περίπου απ’ το χωριό μας, λίγο πιο κάτω απ’ την Αγια-Τριάδα, στην περιοχή Φούσα, δίπλα στο δρόμο που οδηγεί προς την Χαλκίδα, βρίσκεται το εκκλησάκι του Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου.

            Τούτος ο μικρός ναός είναι ιδιωτικός. Το χτίσιμό του το είχε αρχίσει, μέσα σε δικό του χτήμα, ο συχωριανός μας γιατρός Τάσος Αγγέλου. Όμως, δεν πρόφτασε να τελειώσει το έργο, γιατί ο Χάροντας του έκοψε το νήμα της ζωής. Έτσι, οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1996, με τη φροντίδα της συζύγου του και των παιδιών τους.

           Το όνομα που δόθηκε σε τούτη την εκκλησούλα δεν ήταν τυχαίο. Ο γιατρός το διάλεξε για να τιμήσει –και να θυμούνται και τα παιδιά και τα εγγόνια του- τον πατέρα του, τον μπάρμπα Βαγγέλη Γιαννίκο[40], όπως τον λέγαμε. Όπως μου είπαν, επειδή στις εικοσιπέντε του Μάρτη –λόγω της Εθνικής μας εορτής- δεν είναι δυνατό να λειτουργηθεί το εκκλησάκι, η γιορτή μεταφέρεται στο Σάββατο του Λαζάρου.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.

   Ακόμα να πω, πως τα κλειδιά της εκκλησίας είναι στη διάθεση όποιων θελήσουν να κάνουν εδώ κάποιες θρησκευτικές εκδηλώσεις.    

*

Η Παναγία

 

   Η εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Παναγία –στην Κοίμηση της Θεοτόκου- βρίσκεται ένα περίπου χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του χωριού μας, πίσω ακριβώς από το λόφο «Σήμαντρο» (προς τα δυτικά του).

            Πότε ακριβώς χτίστηκε, για πρώτη φορά, η εκκλησία της Παναγίας εδώ δεν είναι γνωστό. Υπάρχουν μόνο πληροφορίες, πως ο ναός που βρισκόταν παλαιότερα σε τούτο το χώρο, είχε καταστραφεί κατά την επανάσταση του 1821 και τον έχτισαν ξανά το 1831.[41]Όμως κάποιες βελτιώσεις, κυρίως στο εσωτερικό του ναού, θα έγιναν και αργότερα, όπως δείχνει και μια επιγραφή του 1911, που είναι στα μάρμαρα εμπρός από το Άγιο Βήμα.

           Ακόμα, είναι γνωστό ότι εδώ υπήρχε μοναστήρι, το οποίο με Βασιλικό Διάταγμα διαλύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1833. Όμως, παρά τη διάλυση του μοναστηριού, η έκταση γης που βρισκόταν στην κατοχή του παρέμεινε, και παραμένει και σήμερα, στον ναό της Παναγίας.[42]  

Στο χωριό μας, πριν χτιστεί το Μοναστήρι τη Παναγίας, ίσως υπήρχε και «Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου». Το Μοναστήρι τούτο –της Παναγίας δηλαδή- θα είναι μάλλον συνέχεια εκείνου του Αγίου Ιωάννη και θα μεταφέρθηκε στην Παναγία, αφού πρώτα χτίστηκαν τα κελιά.

Σ’ αυτά τα κελιά, τον 19ο αιώνα, άγνωστο για πόσα χρόνια, έκαναν τα μαθήματά τους τα παιδιά του Δημοτικού, αλλά μέχρι το 1890, αφού τότε χτίστηκε το Σχολείο μέσα στο χωριό. Στο λόφο που κρύβει την εκκλησία από το χωριό ανέβαινε ο τότε δάσκαλος και χτύπαγε το σήμαντρο για να πάνε σχολείο τα παιδιά, τα δασκαλούδια[43], όπως τα έλεγαν.

Η Παναγία, που βρίσκεται κάτω από το λόφο «Σήμαντρο».

   Τα κελιά της Παναγίας είναι πολύ πιθανό να είχαν λειτουργήσει και ως Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο -έστω και για λίγα παιδιά- τα προεπαναστατικά χρόνια.    

     Από εκείνη την εποχή, μάλλον, τούτος ο βραχώδης λόφος πήρε την ονομασία «Σήμαντρο». Εκτός και αν –από εκεί ψηλά- χτυπούσαν και πιο παλιά οι καλόγεροι κάποιο σήμαντρο, όταν έκαναν λειτουργία, αφού από την θέση του Μοναστηριού, ήταν αδύνατο ν’ ακουστεί στο χωριό.

Το τοπίο που βρίσκεται η εκκλησία είναι μαγευτικό, κάτω από πανύψηλα πλατάνια, πλατύφυλλες μουριές και καρυδιές, λυγερόκορμες ιτιές και κρυστάλλινα νερά.

Κατά την παράδοση, τούτος ο χώρος ήταν σκεπασμένος με καταπράσινα δέντρα και διάφορους θάμνους. Στην άκρη στο ρέμα και σκεπασμένη από μεγάλα βάτια[44] -εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία-, υπήρχε μια μικρή σπηλιά, μέσα από την οποία μια πηγή έβγαζε γάργαρο νερό, το οποίο σε μικρή απόσταση χανόταν πάλι μέσα στη γη.

Ένα τσοπανόπουλο, που βόσκαγε στην γύρω περιοχή τα γιδοπρόβατά του, είδε μια μέρα ένα τραγάκι του να βγαίνει μέσα από τα βάτια και να είναι βρεγμένο το μουσούδι του! Παραμέρισε τους αγκαθωτούς θάμνους και προσπάθησε να δει πού ήταν το νερό. Δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά, όταν προχώρησε περισσότερο στο βάθος, κατάπληκτος –δίπλα από μια γούρνα που ξεχείλιζε από πεντακάθαρο νερό- αντίκρισε και μία εικόνα της Παναγιάς!

Έπειτα από τούτο το γεγονός, οι κάτοικοι του μικρού χωριού μετάφεραν το εικόνισμα στην εκκλησία του Αϊ-Γιάννη. Παραδόξως όμως –έπειτα από λίγες μέρες- η εικόνα της Παναγιάς ξαναβρέθηκε πάλι στη θέση που η ίδια είχε διαλέξει. Έτσι, γρήγορα ο χώρος καθαρίστηκε από τα βάτια και σε λίγο χτίστηκε εκεί το πρώτο εκκλησάκι Της.

Τούτο το εκκλησάκι αργότερα ανακαινίστηκε και έγινε μεγαλύτερο. Την ίδια εποχή μάλλον θα χτίστηκαν και τα κελιά και έγινε το Μοναστήρι –το Μοναστήρι του «Θεολόγου», όπως το έλεγαν-, το οποίο κάποια εποχή το είχε επισκεφτεί και ο Άγιος Νεκτάριος. Έξω ακριβώς από τον βορινό τοίχο του ναού βρίσκεται μια μικρή γραφική βρυσούλα, που για να την επισκεφτείς πρέπει να κατέβεις τρία τέσσερα σκαλοπάτια.[45]

Το νερό εδώ έρχεται από το μικρό ανάβαθο πηγαδάκι, που βρίσκεται στο Ιερό της εκκλησιάς. Είναι το σημείο που ήταν η γούρνα και έπινε το τραγόπουλο νερό και δίπλα της βρέθηκε η εικόνα τής Παναγιάς.    

           Η Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως είναι γνωστό, γιορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Το πανηγύρι όμως εδώ γίνεται στις 23 Αυγούστου, στα (Εν)Νιάμερα τής Παναγιάς.

Για τους Θεολογίτες, τούτο το πανηγύρι ήταν το κορυφαίο γεγονός τής χρονιάς.

           Στις 23 Αυγούστου τα πιο παλιά χρόνια -από τις γύρω περιοχές- γιόρταζε μόνο το δικό μας χωριό και η Σέττα. Έτσι, κάθε χρόνο τέτοια μέρα κόσμος πολύς κατέφτανε εδώ από τα γύρω χωριά, αλλά πολύ περισσότερο από το Βασιλικό, τα Αμπέλια, την Ερέτρια, την Κάτω Βάθεια (τώρα Αμάρυνθο) και φυσικά την Χαλκίδα.[46]

Από την παραμονή το βράδυ άρχιζε το πανηγύρι και κράταγε τρεις μέρες.

Στον εσπερινό της παραμονής –που γίνεται και περιφορά τής εικόνας της Μεγαλόχαρης γύρω από την εκκλησία-, όπως και στην πρωινή λειτουργία, εκτός από τους εκατοντάδες προσκυνητές, παρευρίσκονται και πολλοί παπάδες, όπως και καλλίφωνοι ψαλτάδες από την Χαλκίδα και τα κοντινά χωριά.    

Από τις προηγούμενες μέρες όλο το χωριό, απ’ άκρη σ’ άκρη, είχε γίνει πεντακάθαρο. Οι νοικοκυράδες ασβέστωναν αυλές, μάντρες και πεζούλια. Έπλεναν και σιδέρωναν με το καρβουνοσίδερο τα ρούχα του σπιτιού. Έστρωναν τα «καλά» τραπεζομάντιλα και έδιναν στο σπίτι όψη γιορτινή. Οι μεγάλοι και τα παιδιά έπρεπε να έχουν φρεσκο-κουρευτεί.

Τα καινούρια παπούτσια -αγορασμένα συνήθως από το παζάρι της Αγίας Παρασκευής-, όπως και οι γιορτινές φορεσιές βαλμένες με τάξη σε κρεμάστρες, φτιαγμένες από χοντρά καλάμια, περίμεναν τη μεγάλη μέρα!

Το μόνο που έμενε ακόμα για την παραμονή ήταν το σφάξιμο του μαναριού -που έτρεφαν από καιρό- γιατί, εκτός από την οικογένειά τους, στο τραπέζι τους θα βρίσκονταν φίλοι και συγγενείς, που θα έρχονταν από μακριά... Ο κλήρος γι’ αυτές τις δουλειές έπεφτε συνήθως στους μεγάλους. Τα παιδιά και πολύ περισσότερο οι κοπέλες και τα παλικάρια της παντρειάς φόραγαν τα καινούργια τους ρούχα και ετοιμάζονταν για τον εσπερινό.

Το πρωί –ανήμερα- στο τέλος της λειτουργίας, κάθε χρόνο, ακόμα και σήμερα, μοιράζεται στο εκκλησίασμα και το πατροπαράδοτο «πανηγύρι», το κρέας με τα μακαρόνια. Μόνο, όταν η μέρα της γιορτής πέφτει Τετάρτη και Παρασκευή το φαγητό είναι συνήθως ρεβίθια με ρύζι.

           Εντωμεταξύ, οι οργανοπαίχτες άρχιζαν να κουρδίζουν και να προθερμαίνουν τα όργανα… Σε λίγο θ’ άρχιζε κι ο χορός, που θα κράταγε ώς αργά το μεσημέρι, πολλές φορές ώς το απόγευμα. Το βράδυ -ο χορός- συνεχιζόταν στο «χοροστάσι», όπως έλεγαν την πλατεία του χωριού.[47]

Στο κέντρο της πλατείας και πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα έπαιζαν οι οργανοπαίχτες, με τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα άλλα όργανα και ο κόσμος καθόταν στα γύρω καφενεία. Πολλές γυναίκες –περισσότερο οι μεγάλες σε ηλικία- στέκονταν όρθιες ή έπιαναν θέση στα διάφορα πεζούλια που υπήρχαν τριγύρω, για να παρακολουθήσουν αυτούς που θα χόρευαν.

Οι μαγαζάτορες δεν πρόφταιναν να ψήνουν τα σφαχτά και τα παιδιά να τρέχουν γύρω-γύρω και να ξοδεύουν το χαρτζιλίκι τους στους μικροπωλητάδες…

Όσοι ήθελαν να χορέψουν μπροστά, έπρεπε να το δηλώσουν από νωρίς, για να μπουν στη λίστα, στη σειρά προτεραιότητας. Τους οργανοπαίχτες τους πλήρωνε όποιος, κάθε φορά, χόρευε μπροστά.

Για τους αρραβωνιασμένους και τους νιόπαντρους συνήθως πλήρωναν οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Και, όταν τα χρήματα που «πετούσαν» στα όργανα ήσαν πολλά, οι οργανοπαίχτες ενθουσιάζονταν και σηκώνονταν όρθιοι…

Όταν τέλειωναν όλοι όσοι από την παρέα ήθελαν να χορέψουν μπροστά, παραχωρούσαν την πρώτη θέση στην άλλη παρέα που είχε σειρά.

Να προστεθεί, πως πίσω από τις παρέες που οδηγούσαν το χορό –που χόρευαν μπροστά-, μπορούσαν να πιαστούν και να χορέψουν όσοι ήθελαν –μικροί και μεγάλοι-, ακόμα και άγνωστοι μεταξύ τους. Ο χορός που κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα, πολλές φορές γινόταν τρεις γύροι.

           Την παραμονή το βράδυ οι Θεολογίτες απόφευγαν να χορέψουν μπροστά, άφηναν να διασκεδάσουν εκείνοι που είχαν έρθει από μακριά και ήθελαν μετά να φύγουν για τα χωριά τους. Οι συχωριανοί μας είχαν την ευχέρεια να χορέψουν και να διασκεδάσουν αργότερα, αφού το πανηγύρι συνεχιζόταν και τα δύο επόμενα βράδια.

Τα τραγούδια που έλεγαν οι οργανοπαίχτες δεν ήσαν βέβαια πάντα τα γνήσια δημοτικά, γινόταν και κάποια νοθεία, κυρίως από μερικά –«βάρβαρα», θα ’λεγα- εποχιακά σουξέ, όμως ο κόσμος χαιρόταν και γλένταγε.

           Πολλοί ήσαν εκείνοι που πίστευαν πως, «η Θεολογίτισσα Παναγιά» τους συμπαραστεκόταν στις δύσκολες στιγμές τους, γι’ αυτό κάθε χρόνο, τη μέρα της χάρης Της, πρόσφεραν διάφορα δώρα-τάματα όπως: χρυσαφικά, λαμπάδες –πολλές φορές ίσα με το μπόι τους-, μπουκάλια και δοχεία με λάδι. Ακόμα, γίδες και προβατίνες, τις οποίες –μετά το τέλος της λειτουργίας- οι επίτροποι τις έβαζαν σε πλειστηριασμό και οι πανηγυριώτες τις «χτυπούσαν»[48] και τις έπαιρναν εκείνοι που έδιναν τα περισσότερα χρήματα.

Να προστεθεί πως στα κελιά[49] της Παναγίας –από παλιά, αλλά και σήμερα ακόμα- παραθερίζουν κάθε καλοκαίρι, για λίγες μέρες, μερικές οικογένειες που έρχονται συνήθως από την Χαλκίδα.

           Τα χρόνια της «Κατοχής», σε τούτα τα κελιά είχαν φιλοξενηθεί και κάποιες οικογένειες Εβραίων από την Χαλκίδα, για να γλιτώσουν από τα νύχια των Γερμανών.

*

   Πριν κλείσω να πω ακόμα, ότι οι Θεολογίτες πολλές φορές πήγαιναν και σε κάποια πανηγύρια της ευρύτερης περιοχής. Την Παρασκευή μετά το Πάσχα ανηφόριζαν προς στο Σκουντέρι (ή στου Σκουντέρη;). Εκεί ψηλά στον ενετικό Πύργο, που βρίσκεται το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, της «Αναστασά», όπως τη λένε.

           Στις 7 Ιουλίου, μερικοί έφταναν ως τα Καμπιά, όπου σε μια ρεματιά βρίσκεται το κουκλίστικο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Επίσης, στις 17 Ιουλίου, πρωί-πρωί ξεκίναγαν για τον κοντινό μας Μίστρο, όπου στα σύνορά του με το χωριό μας και μέσα σε μια καταπράσινη από πανύψηλα δέντρα και θάμνους ρεματιά, είναι κρυμμένο το απέριττο εκκλησάκι της Αγια-Μαρίνας.

           Να προστεθεί ακόμα, πως όσοι δεν είχαν προφτάσει να πάρουν απ’ το παζάρι της Χαλκίδας ότι χρειάζονταν, την 1η του Σεπτέμβρη ανηφόριζαν προς τη Στενή. Και κάποιοι άλλοι, στις 6 του Οκτώβρη, έφταναν και μέχρι την Αγια-Θέκλα, που βρίσκεται κοντά στο Αυλωνάρι.

Για όσους δεν το ξέρουν, να πούμε πως, αν και η Αγία Θέκλη γιορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, το «Παζάρι» αρχίζει στις 6 Οκτωβρίου και κρατάει περίπου μια βδομάδα.

*

Πριν κλείσω να πω, πως εκείνα τα χρόνια, που οι σχέσεις των νέων δεν ήσαν ελεύθερες, τα πανηγύρια είχαν και έναν άλλο σκοπό, δεν θα τολμήσω να πω να γνωριστούν, αλλά να ειδωθούν τα κορίτσια και τ’ αγόρια. Έτσι, ένα λυγερόκορμο σώμα κάτω από ένα καλοραμμένο φόρεμα, ένας όμορφος χορός, μια κρυφή ματιά άναβαν τα αίματα και άρχιζαν τα πρώτα καρδιοχτύπια! Τη συνέχεια, συνήθως, αναλάμβαναν οι προξενήτρες…    

                                    *                                 

                                                                        Γιάννης Μαγκούτας - gianmag@hol.gr.

                                                                             τηλ.:22290/63196, κιν.: 6945367113

 

                 Το Χωνευτήρι στο Νεκροταφείο, που βρίσκεται δίπλα απ’ τον Αϊ-Γιάννη.

                     Στο βάθος, σε δεύτερο πλάνο διακρίνεται η Δίρφη.

Υποσημ.: Όλες οι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί από τον Τάσο Γιάννη Μαγκούτα.

 


[1] Στην παρούσα καταγραφή έχουν γίνει και κάποιες μικροπροσθήκες.

[2] Η λέξη «ρουμπώνω» (μεσαιωνικό: ρουμβώνω = μαγεύω ρίχνοντας ρόμβο) σημαίνει: εξαπατώ, κερδίζω σε παιχνίδι, καταβάλλω, νικώ. Ακόμα, ο Τάκης Νατσούλης, στο βιβλίο του «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» (σελ.277), γράφει, πως σε πολλά μέρη της Ελλάδας η λέξη «ρουμπώνω» σημαίνει, πως κάνω κάποιον να τα χάσει, τον αφήνω έκπληκτο. Και συμπληρώνει, ότι το ίδιο αλλού το λένε «κουμπώνω». Αν είναι έτσι, τα δύο τούτα ρήματα είναι συνώνυμα.

[3] Εδώ, «ρούμπωσες» μόνο έλεγαν, χωρίς το «κούμπωσες». Ούτε «Σε ρούμπωσα σε κούμπουσα, σαΐτα στο λαιμό σου». Σε τούτη την περίπτωση το «ρόμπος-κόμπος» έχει μάλλον την έννοια του τρώω/δοκιμάζω.  

[4] Τούτο το έθιμο-πρόληψη είναι σχεδόν ξεχασμένο, γι’ αυτό και δεν συμφώνησαν όλοι οι πληροφοριοδότες μου, για το πότε ακριβώς γινόταν. Κάποιοι μου είπαν τη μέρα της Ανάληψης και άλλοι του «κλήδονα», στις 24 Ιουνίου.

[5] Φιδάλωμα στο χωριό μας λέμε το πουκάμισο που βγάζει το φίδι -το δέρμα που αποβάλλει-, το φιδοπουκάμισο.

[6] Το «στρέξει» προέρχεται από το ρήμα στέργω. Από εκεί και το στέρξιμο ή στρέξιμο.

[7] Πρέπει να πω ότι, αυτά που αναφέρονται για τα κοκόρια και για τα πουλιά τού ουρα­νού, δεν πρέπει να είναι προλήψεις, αλλά προέρχονται από παρατη­ρήσεις που έχουν κάνει οι άνθρωποι, στο διάβα των αιώνων. Φαίνε­ται πως τα πουλιά και τα ζώα έχουν περισσότερο ευαίσθητες «κεραίες» και αντιλαμβάνονται την αλλαγή του καιρού νωρίτερα από τους ανθρώπους.

[8] Κάποιος μου είπε, πως την θανατική καταδίκη δεν γλίτωνε η οχιά και ο «ήλιος», γιατί είναι φίδια με θανατηφόρο δηλητήριο.  

[9] Οικουρός, απ’ το οίκος (σπίτι) + ούρος (φύλακας): αυτός που φυλάει το σπίτι.  

[10] Γουρδουλούπα στο «Θεολόγο» λέμε ένα πουλί, που μοιάζει με τον μπούφο.

[11] Κάλφα λέγανε τον μαθητευόμενο τεχνίτη.

[12] Το ρούπι είναι το 1/8 του πήχη. Ο πήχης έχει 64 εκατοστά. Επομένως, το ρούπι 8 εκατοστά.

[13] Ο Βασίλης Σιναπίδης έγινε «Θεολογίτης» με το γάμο του. Συντρόφισσα της ζωής του ήταν η –συχωρεμένη τώρα- Αγαθή, κόρη του παπα-Δημήτρη Σφυρόπουλου.

[14] Κάποιοι μας λέγανε ότι τούτη την ιστορία ήταν πραγματική, κι άλλοι πως ήταν παραμύθι.

[15] Το Πλιματίκαινα βγαίνει από το Πνευματικός και ήταν το επίθετο του άντρα της, που πέθανε πολύ νωρίς.

[16] Στο κτήριο τού παλιού χωνευτηριού, σήμερα στεγάζεται το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.

[17] Ο ρούμπος προέρχεται από το ρουμπώνω, που σημαίνει εξαπατώ, αλλά και κερδίζω σε παιχνίδι.

[18] Σκατζούλα στο Θεολόγο λέμε τη σπίθα της φωτιάς.

[19] Σώγαμπρο λέγανε αυτόν που δεν είχε δικό του σπίτι και έμενε με τα πεθερικά του.

[20] Εδώ, εκτός των άλλων, θα προσθέσω και λίγα λόγια για την ιστορία των Εκκλησιών του χωριού μας.

[21] Τούτη η ανακαίνιση, όπως μου είπε ο παπα-Χαράλαμπος Μιχαήλ – που τότε ήταν εφημέριος στον Πούρνο, στο Καμάρι και στον «Γέροντα»- έγινε το 1979-1980. Για την ανακαίνιση της εκκλησίας και τη διαμόρφωση του γύρω χώρου είχε βοηθήσει ο τότε Πρόεδρος τής Ερέτριας Αντώνης Θεοδώρου. Ενώ, για να πάει το φως ώς εκεί, ο παπα-Χαράλαμπος είχε ζητήσει τη συνδρομή τού τότε Διοικητή της ΔΕΗ Χαλκίδας Γιώργου Θεοδώρου (του «Άσπρου»), ο οποίος έβαλε και από την τσέπη του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.

[22] Στο «Σήμαντρο» -φύλλο 32, Δεκέμβρης του 1988- αναφέρεται, πως όταν ο Χριστόδουλος ήρθε από την Πάτμο στη Εύβοια, βγήκε για πρώτη φορά στην Ερέτρια. Από εκεί στράφηκε προς τα χωριά τού Ευβοϊκού Ολύμπου, όπου και έχτισε κάποιους ναούς. Υπάρχουν επομένως πολλές πιθανότητες, η Αγιάννα, όπως και ο Αϊ-Γιάννης του χωριού μας να έχουν χτιστεί από τον όσιο Χριστόδουλο.

[23] Όπως είναι γνωστό, ο «Γέροντας» ανήκε στην Κοινότητα Θεολόγου και προσαρτήθηκε στην τότε Κοινότητα (και σήμερα Δήμο) της Ερέτριας, με το Β.Δ. 776 της 6.10.1961, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης με αριθμό 200, της 20.10.1961.

[24] Μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής υπάρχει και μέσα στο χωριό Γέροντας.

[25] Τα «Κλήματα» και η «Γνέτζα» είναι οι πιο κοντινές βρύσες στο χωριό.

[26] Την επιστασία στο χτίσιμο της Αγια-Τριάδας είχε ο παπα-Βασίλης Μακρής, ο οποίος είχε έρθει στο χωριό μας από τη Λούτσα, μετά το θάνατο του παπα-Δημήτρη Σφυρόπουλου. Για να προχωρήσει το έργο –όπως μου είπε ο παπα-Χαράλαμπος-, είχαν βοηθήσει περισσότερο, οι συχωριανοί μας Χρήστος Τσώκος (της Πανώριας) και Γιώργης Σιγανός (Πατάτας).

[27] Αν και η εκκλησία είναι αφιερωμένη και στους δύο Αγίους –Κωνσταντίνο και Ελένη- σπάνια ακούγεται το όνομα της Αγίας Ελένης.

[28] Ο παπα-Κώστας είχε έρθει στο χωριό μας λίγο μετά το θάνατο τού παπα-Βασίλη Μακρή, τον Σεπτέμβριο του 1965, και ανέλαβε επίσημα την ενορία μας με την ανατολή του 1966. Καταγόταν από το χωριό Γλυφάδα -που παλαιότερα το έλεγαν Τσέργες- και βρίσκεται πίσω από τη Δίρφη.

[29] Το τοπωνύμιο «Καμάρα» οφείλει το όνομά του στη μικρή γέφυρα (την καμάρα), που υπήρχε από παλιά στο ρέμα -παραπόταμο του Λήλαντα-, που βρίσκεται ανάμεσα στο χωριό και την εκκλησία.

[30] Η Πόπη Χαλκιά-Στεφάνου, στο βιβλίο της: «Οι Άγιοι Γεώργιοι», αναφέρει 21 αγίους της Ορθοδοξίας με το όνομα Γεώργιος, ακόμα δώδεκα Οσίους και δύο ομολογητές!

[31] Το τροπαιοφόρος προέρχεται από το τρόπαιο κι αυτό απ’ τη λέξη τροπή, που σημαίνει σημείο της ήττας του εχθρού. Μεταφορικά η λέξη τρόπαιο σημαίνει νίκη, θρίαμβο.

[32] Η ανακαίνιση του Αϊ-Γιώργη άκουσα πως έγινε με χρήματα των Γιώργηδων του χωριού μας.

[33] Στη λέξη σκίνα στο Θεολόγο προσθέτουμε και ένα γιώτα, πριν το τελευταίο άλφα, λέμε: τα σκίνια. Στον ενικό, αν και είναι γνωστός και ο ουδέτερος τύπος, περισσότερο είναι σε χρήση ο αρσενικός: ο σκίνος  

[34] Για τη λέξη ΑΡΜΑ πρέπει να πω, πως μέχρι πριν από λίγα χρόνια, υπήρχε η άποψη ότι τα γράμματα που την απαρτίζουν είναι αριθμοί και δηλώνουν τη χρονολογία κτήσης του ναού (1141). Όμως, νεότεροι ερευνητές ισχυρίζονται, πως το ΑΡΜΑΣ είναι μόνο τοπωνύμιο.

[35] Το ημερολόγιο τούτη τη μέρα γράφει: Ηλιού Θεσβίτου. Ο Προφήτης Ηλίας είχε γεννηθεί στη Θέσβη της Γαλαάδ (Αραβία), γι’ αυτό αποκαλείται και Θεσβίτης. Η λέξη Ηλίας προέρχεται από το Ηλί, που στα εβραϊκά σημαίνει θεός ή θείος.

[36] Την ίδια μέρα οι βάρβαροι ασιάτες, καθώς έρχονταν από τη βόρεια Εύβοια, έκαψαν και εκκλησιές, μία από τις οποίες ήταν και η δική μας Αγίας Τριάδας, όπως προαναφέρθηκε.

[37] Ο Κωστής ισχυρίζεται, πως ο προπαπούς του, εκτός από το χτίσιμο της μικρής εκκλησίας, είχε δωρίσει και τα 4-5 στρέμματα χτήματος, που βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ τον μικρό ναό.

[38] Την επιτήρηση του έργου είχε ο παπα-Βασίλης Μακρής, που ήταν τότε παπάς στο χωριό μας.

[39] Τις ίδιες μέρες ο Δήμος Διρφύων, στον οποίο υπαγόταν το χωριό μας, με πρωτοβουλία του τότε αντιδημάρχου Γιώργου Κ. Καρλατήρα, επένδυσε με πέτρα τη βρύση και τα χείλη του εκεί πηγαδιού.        

[40] Γιαννίκος (από το Γιάννης) ήταν το μικρό όνομα τού πατέρα τού μπάρμπα Βαγγέλη Αγγέλου.  

[41] Τούτο συμπεραίνεται από μία δυσδιάκριτη επιγραφή στο νότιο τοίχο του ναού, που γράφει: 1831.

[42] Θυμάμαι, στα μέσα τού περασμένου αιώνα, στο κτήμα της Παναγίας είχε προσθέσει και ο πατέρας μου ένα μικρό του χωράφι, που βρίσκεται δυτικά από την Εκκλησία και ακριβώς απέναντι από το ρέμα, που υπάρχει εκεί.

[43] Να προστεθεί πως, στον «Θεολόγο» τους μαθητές του δημοτικού σχολείου, εκείνα τα χρόνια, τους έλεγαν «δασκαλούδια». Αν και στα λεξικά διάβασα ότι δασκαλούδι λέγεται ο μικρός στην ηλικία, ο μικρόσωμος, αλλά και ο ασήμαντος δάσκαλος. Ένα από κείνα τα δαδκαλούδια –τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα- ήταν και ο πατέρας του γράφοντος.  

[44] Τα «βάτα» οι Θεολογίτες τα λένε «βάτια», προσθέτουν δηλαδή ένα γιώτα πριν το τελευταίο άλφα.

[45] Τούτη η βρυσούλα τα καλοκαίρια στερεύει, τις χρονιές που δεν έχουν πέσει πολλά νερά στη γη. Το μεγάλο στέγαστρο με την κεραμοσκεπή, που στήθηκε τελευταία, λίγο βορειότερα από τούτη τη βρυσούλα, είναι προσφορά των συμπατριωτών μας Αδελφών Αγγέλου (του Γιάννη).    

[46] Εκείνα τα παλιά χρόνια, οι κυρίες που έρχονταν στο πανηγύρι, από τη Χαλκίδα κυρίως, κρατούσαν και πολύχρωμες ομπρέλες για να μην τις μαυρίζει ο ήλιος. Όταν ήταν μικρό παιδί ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-Κώστας ο Τσιριμώκος, του είχε φανεί πολύ παράξενο εκείνο το θέαμα, όταν το πρωτοείδε, γι’ αυτό όποιον έβλεπε μπροστά του τού έλεγε χαρούμενος πως: «ήρθανε οι κοπέλες με τις ομπρέλες». Δεν μπορούσε όμως να καθαρίσει καλά τα λόγια του, γιατί ήταν πολύ μικρός και έλεγε ότι: «ήρθαν’ οι τσοπέλες με τις τσιμπερδικέλες!». Αυτό ήτανε. Από εκείνη τη μέρα όλοι τον ήξεραν σαν «Τσιμπερδικέλα!». Ακόμα και τα δισέγγονά του σήμερα κουβαλάνε τούτο το παρεπώνυμο (παρωνύμιο, παρατσούκλι).

[47] Με την πάροδο των χρόνων, ο γενικός χορός στο χοροστάσι καταργήθηκε και οι πανηγυριώτες διασκεδάζουν στα διάφορα κέντρα που φέρνουν «όργανα».

[48] Χτύπημα στο «Θεολόγο’» λέγεται και η δημοπρασία που γίνεται για πλειοδοσία, για το ποιος δηλαδή θα δώσει την πιο συμφέρουσα τιμή.

[49] Τα δωμάτια που βρίσκονται στην Παναγία, έχει επικρατήσει να τα λέμε «κελιά», από εκείνα τα παλιά κελιά, στα οποία κατοικούσαν μόνο καλόγεροι και τα οποία γκρεμίστηκαν πριν από αρκετά χρόνια - αφού έγιναν τα καινούρια-, για να μεγαλώσει το προαύλιο.

Διαβάστηκε 8163 φορές