Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ

(Κατά Λουκν, κεφ. ιδ΄,28-31) 

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν ο μέγας και πρώτος Νομοθέτης και Διδάσκαλος της Θείας Αλήθειας. Μιλούσε όπως μιλάει ένας που έχει εξουσία. Όπως ένας που κατέχει την αλήθεια· που είναι ο ίδιος η Αλήθεια. Και ο λόγος Του συνάρπαζε τα πλήθη που Τον ακολουθούσαν. Γιατί γνώριζε να μιλάει κατευθείαν στην καρδιά των ανθρώπων και να τους συγκινεί και να ανυψώνει την ψυχή τους προς τον ουρανό και τα ουράνια πράγματα. Ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς έγραψε ότι «ο λαός κρεμόταν από τα χείλη Του». Τόσο πολύ   τους   ικανοποιούσε!   Ο   Κύριος   χρησιμοποιούσε σοφούς τρόπους, πρωτότυπους και παιδαγωγικούς, ώστε να προκαλεί την προσοχή τους και να καταλαβαίνουν και να κάνουν δικές τους τις αλήθειες για τις οποίες μιλούσε. Ανάμεσα στους σοφούς αυτούς τρόπους ήταν και οι θαυμάσιες παραβολές που χρησιμοποιούσε στη διάρκεια της διδασκαλίας Του.

 

Η λέξη παραβολή  προέρχεται από το παραβάλλω και σημαίνει σύγκριση και αναλογία δύο πραγμάτων. Παραβολές ήταν ιστορίες ζωντανές μέσα από το φυσικό περιβάλλον των Ιουδαίων ή μέσα από τις συνήθειες της εποχής τους. Ιστορίες  φτιαγμένες  έτσι  ώστε  να  κρύβουν μια  σπουδαία  αλήθεια, ένα μήνυμα. Οι παραβολές   που   υπάρχουν  στα   Ευαγγέλια   είναι    30  και    πλέον    και    είναι    το

‘‘εικονογραφημένο Ευαγγέλιο’’. Αποτελούν αριστουργήματα και θαύματα του Λόγου του Χριστού μας. Δε μοιάζουν με τους διδακτικούς μύθους των αρχαίων, όπως του Αισώπου, γιατί τα διδάγματα των παραβολών του Χριστού  είναι  υψηλά  και  θεία.

Ενώ τα λόγια είναι απλά και παρμένα από τη φύση και την κοινωνία, δεν τα καταλαβαίνουν οι ανάξιοι, αυτοί που δεν έχουν τα δεκτικά στο Θείο Λόγο. Ο Χριστός έλεγε « χων τα κούειν κουέτω», δηλαδή «όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει». Οι άξιοι όμως που τα κατανοούν και δεν τα πράττουν θα έχουν μεγαλύτερη τιμωρία, αν τα περιφρονούν, απ’ ότι οι ανάξιοι που δεν καταλαβαίνουν το νόημα των παραβολών.

Οι εικόνες των παραβολών, όπως είπαμε, αναφέρονται στη ζωή και στις ασχολίες της καθημερινότητας π.χ. ο γεωργός, ο οικοδεσπότης, ο έμπορος, ο ποιμήν, ο αξιωματούχους, ο εργάτης, ο ψαράς, ο διαχειριστής, η οικοκυρά, ο πλούσιος, ο φτωχός, οι παρθένες, οι γάμοι, το δείπνο· ωραιότατες εικόνες που συνδέονται με πνευματική ωφέλεια και ανώτερη ζωή.

Είναι λυπηρή αλήθεια ότι πολύς λαός, αν και δεν  έχει  αρνηθεί  την  πίστη  του  και θέλει να έχει κάποια σχέση με το Θεό, εντούτοις  αγνοεί τελείως αυτούς τους θησαυρούς που κρύβει η θάλασσα των Ευαγγελίων. Είναι κρίμα, γιατί οι Άγιοι Πατέρες μας κατέβαλλαν μεγάλους κόπους για να καταγράψουν και να ερμηνεύσουν αυτά τα υψηλά νοήματα και εμείς τα έχουμε παραμελήσει και τα έχουμε αφήσει σκονισμένα στις βιβλιοθήκες μας. Πολλά σπίτια δεν έχουν ούτε μία Αγία Γραφή.

Η παραβολή που εξετάζουμε εδώ είναι αυτή του οικοδόμου του πύργου. Σ’ αυτήν ο Χριστός μας θέλει να μας παρουσιάσει καθαρώτερα τους κόπους και τις θυσίες που απαιτεί η χριστιανική ζωή. «τίς γρ ξ μν, θέλων πύργον οκοδομσαι, οχ πρτον καθίσας ψηφίζει τν δαπάνην, ε χει τ πρς παρτισμόν; να μήποτε, θέντος ατο θεμέλιον κα μ σχύοντος κτελέσαι, πάντες ο θεωροντες ρξωνται ατ μπαίζειν, λέγοντες τι οτος νθρωπος ρξατο οκοδομεν κα οκ σχυσεν κτελέσαι;(Κατά Λουκν, κεφ. ιδ΄,28-31). Μετάφραση: «Διότι ποιος από εσάς που θέλει να κτίσει πύργο, δεν κάθεται πρώτα να λογαριάσει τη δαπάνη, ώστε να πεισθεί, ένα έχει τα χρήματα που θα χρειασθούν, για να τελειώσει το έργο; Έτσι κάθε φρόνιμος λογαριάζει, για να μην του συμβεί, ώστε, αφού  βάλει  αυτός  θεμέλιο και δεν μπορέσει  να τελειώσει τον  πύργο,  να  αρχίσουν  να  τον εμπαίζουν όλοι, όσοι θα τον βλέπουν, ότι το έργο έμεινε  ατελείωτο, λέγοντας  ότι  ο άνθρωπος αυτός άρχισε να οικοδομεί και δεν μπόρεσε να τελειώσει την οικοδομή».

Ποιος είναι ο πύργος; είναι ο οίκος της ψυχής. Ο πύργος, όπως γνωρίζουμε, είναι ένα μεγαλοπρεπές σπίτι, ένα πολυτελέστατο μέγαρο, που ελκύει τα βλέμματα των περαστικών. Έχει μέσα ωραιότατα δωμάτια (σουίτες), μεγάλο σαλόνι, μπαλκόνια. Έτσι κατ’ αναλογία ο χριστιανός πρέπει να κατασκευάσει τον μεγαλοπρεπή οίκο των αρετών. Ένα τέτοιο σπίτι πρέπει να αρχίσει με καλά θεμέλια και να φθάσει ως τη στέγη. Το θεμέλιο πρέπει να στηριχτεί επάνω σε πετρώδες έδαφος και όχι σε άμμο. Πρέπει λοιπόν ο χριστιανός να σκάψει μέσα του, να σκύψει χαμηλά, δηλαδή να ταπεινωθεί και να υπακούσει τον αρχιμηχανικό που είναι και η πέτρα, ο Χριστός.

Ταπείνωση

Τι είναι η ταπείνωση; Είναι το θεμέλιο της σωτηρίας, η σε βάθος γνώση του εαυτού μας· το να νοιώθεις πάντοτε τον εαυτό σου αμαρτωλό, χειρότερο απ’ όλους. Για παράδειγμα: μια δαιμονισμένη κόρη ενός πλούσιου χαστούκισε έναν άγιο γέροντα και εκείνος χωρίς να θυμώσει έστρεψε   ταπεινά   και   το  άλλο   μέρος.  Τότε  το δαιμόνιο άρχισε να σπαράζει άγρια: Ω Βία !Φεύγω από μέσα της, με διώχνει η ταπείνωση του γέροντα. Άλλο  παράδειγμα: Κάποιοι  μοναχοί κατηγόρησαν στον ηγούμενο ένα μοναχό ότι είναι αδέξιος, δεν πλέκει ωραία ψαθιά και δυσκολεύονται να τα πουλήσουν. Τότε ο ηγούμενος για να τους δώσει ένα μάθημα, πέταξε στην αναμμένη φωτιά τα εργόχειρα ψαθιά όλων των μοναχών και του αδέξιου, αλλά ταπεινού μοναχού και συνέβη το εξής θαύμα: όλα τα ψαθιά έγιναν στάχτη σε λίγα λεπτά, ενώ το ψαθί του ταπεινού μοναχού έμεινε άθικτο μέσα στις φλόγες. Κάποτε ρώτησαν ένα γέροντα πως μπορεί ο χριστιανός να σωθεί. Τότε έβγαλε το σκουφάκι του το καλογερικό, το πέταξε στη γη και άρχισε να το ποδοπατά  λέγοντας πως, αν ο χριστιανός δεν ποδοπατηθεί, δε βρίσκει σωτηρία. Ταπείνωση βρίσκει όποιος αποφεύγει τη δόξα, ανέχεται τις καταφρονήσεις και λυπάται, όταν τον επαινούν. Ταπείνωση πρέπει να υπάρχει στις σκέψεις, στα λόγια και στις πράξεις. Στον πύργο της παραβολής που εξετάζουμε θεμέλιο είναι η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ και στέγη η Βασιλεία των Ουρανών, η ολοκλήρωση του έργου. Αντίθετα η υπερηφάνεια αφήνει μισό το χτίσιμο του πύργου. Μετά τον κατακλυσμό του Νώε, οι άνθρωποι θέλησαν να κατασκευάσουν τον πύργο της Βαβέλ. Από υπερηφάνεια τον έφτιαχναν μεγάλο και υψηλό,  θέλοντας   να  φτάσουν   τον   ουρανό  και τιμωρήθηκαν από το Θεό: από τότε επήλθε  η σύγχυση των γλωσσών, γιατί η υπερηφάνεια φέρνει την ασυνεννοησία.

Δαπάνες και θυσίες

Οι  πύργοι στοιχίζουν πολλά χρήματα, ίσως και να χρειαστούν δάνεια, θυσίες και κόποι. Αυτός που θέλει να κτίσει τον πύργο ‘‘καθίσας ψηφίζει τν δαπάνην’’, λογαριάζει τα έξοδα. Έτσι και ο χριστιανός θα ξοδέψει χρήματα με την ελεημοσύνη, θα καταβάλλει κόπο με την προσευχή, αν δε μπορεί να βοηθήσει υλικά τον πλησίον, με τον εκκλησιασμό και τη συμμετοχή του στη ζωή της Εκκλησίας και της Ενορίας. Οι άγιοι που τιμά η Εκκλησία μας κατέβαλλαν μεγάλο κόπο: άλλοι μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό, άλλοι ρίχτηκαν στα θηρία για τροφή, άλλοι διώχθηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν. Οι όσιοι επίσης κοπίασαν πολύ προσευχόμενοι σε σπηλιές και σε ερήμους με καύσωνες. Στοιχίζει σ’ εμάς τους αγωνιζόμενους χριστιανούς η νηστεία, η ομολογία μπροστά σε άπιστους συγγενείς ή συναδέλφους. Μπορεί να χάσουμε αξιώματα, μέχρι και τη ζωή μας. Μπροστά στην αιωνιότητα όμως οι θυσίες είναι μηδαμινές. Μήπως και ο αμαρτωλός δε δαπανά, δεν κάνει θυσίες για τα πάθη του; Ο μέθυσος, ο χαρτοπαίχτης, ο ακόλαστος δε δαπανούν υγεία, χρήμα, υπόληψη;

Θα πρέπει  να  υπολογίσουμε τη δαπάνη, να  κάνουμε  ένα προϋπολογισμό  για  τους αγώνες που θα καταβάλλουμε. Πρώτα πρέπει να κάνουμε μια αυτοεξέταση, μια  μελέτη  της  περιουσίας μας, του εαυτού μας. Όπως κάποιος που θέλει να χτίσει ένα σπίτι, πρώτα καθαρίζει τα ερείπια στο οικόπεδο, βγάζει τους βράχους, ισοπεδώνει και κατόπιν χτίζει, έτσι και ο χριστιανός πρέπει να γκρεμίσει τα ερείπια της αμαρτίας που είχε χτίσει μέσα του ο Σατανάς, να διώξει το μίσος, τις κακίες, τα πάθη του με τη μετάνοια και την εξομολόγηση και στη θέση τους να εγκαταστήσει τις αρετές, την αγάπη, την ειρήνη και τη χαρά.

Μπροστά στις δαπάνες και τη Θυσία που έκανε ο Χριστός για μας, οι δικές μας θυσίες δεν είναι τίποτα. Ο Χριστός, αν και ήταν αιώνιος και πλούσιος, πτώχευσε και έφτασε μέχρι το θάνατο το σταυρικό, γι’ αυτό οφείλουμε ακόμα περισσότερο να κάνουμε θυσίες και δαπάνες.

Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό χριστιανών, οι οποίοι, όταν ξεκινούν να ζουν χριστιανικά, έχουν μεγάλο ενθουσιασμό αρχικά, στη συνέχεια όμως υποχωρούν, χαλαρώνουν στην πνευματική ζωή. Εκεί που βλέπεις μια ολόκληρη οικογένεια να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή, να νηστεύει, να εξομολογείται, να προσεύχεται, στην πορεία απομακρύνεται. Απουσιάζει η ΣΥΝΕΣΗ. Όπως θεωρούμε  επιπόλαιο  κάποιον που αρχίζει να χτίζει ένα σπίτι και τα παρατά στη μέση με αποτέλεσμα να  πάει  χαμένος  ο κόπος  του, τα  χρήματα   και  ο τόπος  να   αχρηστευτεί  και  να  γίνει  καταφύγιο ποντικών και αραχνών, έτσι και ο χριστιανός που εγκαταλείπει τον αγώνα χαρακτηρίζεται ασύνετος και επιπόλαιος. Ασύνετος ήταν και ο Ιούδας που πρόδωσε τον Κύριο και Σωτήρα και άφησε ατελείωτο το χτίσιμο του πύργου, του οίκου της ψυχής.

Η συνήθης παρατήρηση που ακούει κάποιος επιπόλαιος χριστιανός από τους γύρω του είναι: ‘‘δεν ντρέπεσαι εσύ που κάνεις το θεοφοβούμενο, πας και στην Εκκλησία, δεν ντρέπεσαι να κάνεις τέτοια!΄’’. Ειρωνεύονται, χλευάζουν, διότι ξαναβρίσκουν το δικό τους άνθρωπο που για λίγο είχαν χάσει. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής λέει: ‘‘προσέξατε καλά διά να μη χάσουμε τους κόπους…,αλλά να λάβωμεν πλήρη μισθό’’.

Με τη βάπτισή μας ή τη μετάνοιά μας αρχίσαμε την οικοδομή της ψυχής μας, ας μην την αφήσουμε στη μέση, ας μη δειλιάσουμε, διότι, αν εμείς βλέπουμε  ότι   δεν  καταφέρνουμε   να  αποτελειώσουμε τον πύργο, έχουμε έναν μεγάλο ευεργέτη, το Χριστό, ο οποίος θα μας βοηθήσει με δαπάνες δικές του. Ας του ζητήσουμε θερμώς να μας βοηθήσει δια της προσευχής, ας τον πλησιάσουμε ταπεινοί και μετανοημένοι.

Ένας φιλόπονος  μοναχός  που αμέλησε και στη συνέχεια έγινε  πάλι  πρόθυμος, παραπονέθηκε  για τον πόλεμο των πονηρών πνευμάτων. Εκείνα (τα πονηρά πνεύματα) είπαν: ‘‘όταν ήσουν αμελής, δεν υπήρχε λόγος να σε πολεμάμε, τώρα που μας εναντιώνεσαι, σε πολεμούμε’’ . Σαν άκουσε αυτά ο μοναχός, εβίαζε πιο πολύ τον εαυτό του να βαδίζει την οδό της σωτηρίας.